Κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι δύο άνδρες
Ένα σπάνιο αγαλματίδιο που φέρεται να απεικονίζει τον Μέγα Αλέξανδρο και εκτιμάται πως ανάγεται στον 2ο αιώνα π.Χ., βρίσκεται στο επίκεντρο δίκης που εκδικάζεται σε δεύτερο βαθμό από το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης. Το εύρημα, το οποίο θεωρείται μοναδικής αξίας, αποτέλεσε αντικείμενο αγοραπωλησίας, σύμφωνα με τη δικογραφία, έναντι του ποσού των 7 εκατομμυρίων ευρώ.
Κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι δύο άνδρες, ηλικίας 63 και 66 ετών, που φέρονται να είχαν στην κατοχή τους το αρχαίο αντικείμενο και να προσπαθούσαν να το πωλήσουν. Οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι το άγαλμα δεν είναι αυθεντικό, αλλά αντίγραφο. Στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο καταδικάστηκαν και οι δύο σε ποινές κάθειρξης οκτώ ετών για διακεκριμένη υπεξαίρεση αρχαιοτήτων με χαρακτήρα επαγγελματικό και κατ’ εξακολούθηση.
Ο εισαγγελέας του Εφετείου ζήτησε την επιβεβαίωση της ενοχής τους, επισημαίνοντας ότι το αντικείμενο αποτελεί εξαιρετικής σημασίας αρχαιολογικό εύρημα. Στήριξε το αίτημά του σε εκθέσεις εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Πολιτισμού, που τοποθετούν το άγαλμα στον 2ο π.Χ. αιώνα και αποτιμούν την αξία του σε 900.000 ευρώ.
«Ήξεραν ότι έχουν στην κατοχή τους κάτι σημαντικό και αρχαίο», ανέφερε χαρακτηριστικά ο εισαγγελέας, προσθέτοντας ότι στις κατοικίες τους βρέθηκαν κι άλλες αρχαιότητες.
Μεταξύ αυτών, σύμφωνα με την εισαγγελική αρχή, συγκαταλέγονται μια μπρούτζινη προτομή νεαρού που ανάγεται στον 2ο αιώνα μ.Χ., δύο νομίσματα (ένα από τον 6ο π.Χ. αιώνα και ένα από τη βυζαντινή εποχή), των οποίων η εκτιμώμενη συνολική αξία ξεπερνά το 1,2 εκατομμύρια ευρώ. Μία ακόμη προτομή, αυτή τη φορά φιλοσόφου, κρίθηκε πως δεν υπάγεται στις διατάξεις περί αρχαιοτήτων.
Κατά την ακροαματική διαδικασία, συντηρήτρια αρχαιοτήτων περιέγραψε το άγαλμα ύψους 60 εκατοστών ως μοναδικό και εξαιρετικά δυσεύρετο, υπογραμμίζοντας ότι η κατασκευή του και το επίπεδο φθοράς του δεν επιτρέπουν την αναπαραγωγή ή απομίμηση.
Οι δύο άνδρες συνελήφθησαν τον Φεβρουάριο του 2010, στη διασταύρωση της Καβάλας επί της Εγνατίας Οδού, κατά τη διάρκεια αστυνομικής επιχείρησης. Το αρχαίο αντικείμενο εντοπίστηκε στο πορτμπαγκάζ του οχήματός τους. Όπως ανέφεραν στις απολογίες τους, είχαν ταξιδέψει στην Τουρκία για δουλειές και ισχυρίστηκαν ότι το άγαλμα ήταν δώρο από γνωστό τους Τούρκο, χωρίς να γνωρίζουν την αξία ή το περιεχόμενό του.
Για τα υπόλοιπα ευρήματα υποστήριξαν ότι τα αγόρασαν σε τουριστικά παζάρια της Κωνσταντινούπολης. Μέσω των δικηγόρων τους, αμφισβήτησαν την αυθεντικότητα του αγάλματος, ισχυριζόμενοι ότι πρόκειται για αντίγραφο που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο. Ζήτησαν πραγματογνωμοσύνη και επικαλέστηκαν μαρτυρία χημικού που φέρεται να υποστήριξε πως δεν μπορεί να γίνει σαφής χρονολόγηση με βάση τη χημική σύσταση του αντικειμένου.
Η δίκη διεκόπη και θα συνεχιστεί με τις αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης. Μετά την πρώτη απόφαση, οι κατηγορούμενοι είχαν αφεθεί ελεύθεροι μέχρι την εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό.