Ισχυρή ανάπτυξη με μικρότερη ανεργία και υψηλότερους μισθούς
Σε τροχιά σταθερής ανάπτυξης φαίνεται πως θα παραμείνει η ελληνική οικονομία και τα επόμενα χρόνια, με ρυθμούς ανόδου που συνεχίζουν να ξεπερνούν τον μέσο όρο της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τις εαρινές εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που δημοσιεύθηκαν την Τρίτη, το ΑΕΠ της Ελλάδας προβλέπεται να ενισχυθεί κατά 2,3% το 2025 και κατά 2,2% το 2026.
Η Επιτροπή αναθεώρησε ανοδικά την εκτίμηση για το 2024, ανεβάζοντας την πρόβλεψη για τον φετινό ρυθμό ανάπτυξης από 2,1% στο 2,3%. Αντίθετα, για τα δύο επόμενα έτη, οι προβλέψεις παραμένουν αμετάβλητες σε σύγκριση με εκείνες του φθινοπώρου. Η εκτιμώμενη οικονομική πορεία στηρίζεται, όπως αναφέρεται, «στη σταθερή ιδιωτική κατανάλωση και την ενίσχυση των επενδύσεων με χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά κονδύλια».
Την ίδια ώρα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναθεωρεί προς τα κάτω τις προβλέψεις για την ευρωζώνη και την ΕΕ συνολικά. Ειδικότερα, η οικονομική μεγέθυνση το 2024 αναμένεται να φτάσει μόλις το 0,9% για τη ζώνη του ευρώ και το 1,0% για το σύνολο της ΕΕ. Το 2025 τα ποσοστά διαμορφώνονται στο 0,9% και 1,1% αντίστοιχα, ενώ για το 2026 εκτιμώνται στο 1,4% και 1,5%. Υπενθυμίζεται ότι τον περασμένο Νοέμβριο οι αντίστοιχες προβλέψεις έκαναν λόγο για 1,3% στην ευρωζώνη και 1,5% στην ΕΕ το 2025, και για 1,6% και 1,8% αντίστοιχα το 2026.
Σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό, στην Ελλάδα αναμένεται να κινηθεί στο 3% φέτος, για να υποχωρήσει στο 2,8% το 2025 και στο 2,3% το 2026. Η Επιτροπή σημειώνει πως «οι ισχυρές εξελίξεις στους μισθούς και τη ζήτηση εξακολουθούν να ασκούν πιέσεις στις τιμές του καταναλωτή».
Αντίστοιχα, ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη για το 2024 υπολογίζεται στο 2,4%, μειούμενος στο 2,1% το 2025 και στο 1,7% το 2026.
Η ανεργία στην Ελλάδα προβλέπεται να μειωθεί σταδιακά από το 10,1% φέτος στο 9,3% το 2025 και στο 8,7% το 2026, αποτυπώνοντας τη συνέχιση της θετικής τάσης στην αγορά εργασίας.
«Η Ελλάδα πέτυχε σημαντικό δημοσιονομικό πλεόνασμα το 2024, το οποίο αναμένεται να διατηρηθεί στον ορίζοντα των προβλέψεων», υπογραμμίζει η Κομισιόν. Συγκεκριμένα, το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης ανήλθε στο 1,3% του ΑΕΠ το 2024. Για το 2025 προβλέπεται μείωση στο 0,7%, με την πρόβλεψη για το 2026 να το ανεβάζει εκ νέου στο 1,4% του ΑΕΠ.
Τέλος, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας συνεχίζει την πτωτική του πορεία χάρη στην άνοδο του ονομαστικού ΑΕΠ, και αναμένεται να υποχωρήσει στο 140,6% του ΑΕΠ μέχρι το 2026.
Η έκθεση για την Ελλάδα
Όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά, «η ελληνική οικονομία διατηρεί τη δυναμική της παρά τις αντιξοότητες».
Κατά το 2024, το ΑΕΠ της χώρας ενισχύθηκε κατά 2,3%, με την ώθηση να προέρχεται κυρίως από την ενίσχυση της κατανάλωσης από τα νοικοκυριά, την αύξηση των επενδύσεων και τη δημιουργία αποθεμάτων. Αν και η δημοσιονομική πολιτική ακολούθησε περιοριστική κατεύθυνση, η εγχώρια ζήτηση διατηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα, οδηγώντας και σε αξιοσημείωτη άνοδο των εισαγωγών. Αντίθετα, οι εξαγωγικές επιδόσεις αυξήθηκαν με βραδύτερο ρυθμό, γεγονός που οδήγησε σε αρνητική συμβολή των καθαρών εξαγωγών στο τελικό αποτέλεσμα.
Για τα επόμενα δύο χρόνια, το αναπτυξιακό πλάνο της χώρας φαίνεται να βασίζεται στη συνεχιζόμενη υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, μέσω του οποίου αναμένονται σημαντικές εισροές ευρωπαϊκών κεφαλαίων προς επενδύσεις. Παράλληλα, η σταδιακή άνοδος των εισοδημάτων ενισχύει την κατανάλωση, η οποία αναμένεται να παραμείνει ισχυρός μοχλός στήριξης της οικονομίας. Λόγω της εξάρτησης των επενδυτικών σχεδίων από εισαγόμενα αγαθά, η ζήτηση για εισαγωγές θα διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα.
Η συνολική εικόνα δείχνει ότι η οικονομική επέκταση θα παραμείνει πάνω από το εκτιμώμενο μακροπρόθεσμο δυναμικό της χώρας, με τον ρυθμό ανάπτυξης να διαμορφώνεται στο 2,3% για το 2025 και στο 2,2% το 2026.
Η έκθεση αναφέρει επίσης πως οι αναμενόμενοι δασμοί των Ηνωμένων Πολιτειών δεν αναμένεται να έχουν ιδιαίτερη επίπτωση στην Ελλάδα, εξαιτίας των περιορισμένων εμπορικών δεσμών που διατηρεί η χώρα με τις ΗΠΑ. Ωστόσο, επισημαίνεται πως αυξάνονται οι πηγές αβεβαιότητας για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας. Η διαρκής αστάθεια στο παγκόσμιο εμπόριο, οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι δυσμενείς διεθνείς οικονομικές προβλέψεις ενδέχεται να επηρεάσουν τις ελληνικές εξαγωγές – με τον τουριστικό τομέα να είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένος σε εξωγενείς αναταράξεις.
Στενότερη αγορά εργασίας και διατηρήσιμη αύξηση των μισθών
Η αγορά εργασίας βελτιώθηκε τα τελευταία χρόνια και η ευνοϊκή δυναμική συνεχίστηκε στις αρχές του 2025, εκτιμά η Επιτροπή. Μετά από μια κορύφωση το πρώτο τρίμηνο του 2024, τα ποσοστά κενών θέσεων εργασίας έχουν αρχίσει να μειώνονται, αλλά εξακολουθούν να υποδηλώνουν μια στενή αγορά εργασίας, ιδιαίτερα σε τομείς που σχετίζονται με τον τουρισμό και σε εκείνους που απαιτούν υψηλές δεξιότητες. Η απασχόληση αναμένεται να συνεχίσει να επεκτείνεται, αν και με βραδύτερο ρυθμό, καθώς τα κενά δεξιοτήτων και η χαμηλή συμμετοχή στην αγορά εργασίας, ιδίως μεταξύ των γυναικών, περιορίζουν την προσφορά εργασίας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι πραγματικοί μισθοί ανά εργαζόμενο αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω, κατά μέσο όρο κατά 1,3% ετησίως κατά τον προβλεπόμενο ορίζοντα. Αυτό υποστηρίζεται επίσης από τις πρόσφατες αυξήσεις των κατώτατων μισθών και τη μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.
Ο πληθωρισμός θα παραμείνει πάνω από το μέσο όρο της Ευρωζώνης
Ο γενικός πληθωρισμός ήταν κατά μέσο όρο 3% το 2024, 0,6 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού έχει περιοριστεί από την επιτάχυνση των τιμών των υπηρεσιών και την άνοδο των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας. Κοιτώντας μελλοντικά, οι μισθοί αναμένεται να συνεχίσουν να ασκούν ανοδική πίεση στις τιμές. Ως εκ τούτου, ο πληθωρισμός των υπηρεσιών αναμένεται να επιβραδυνθεί μόνο σταδιακά κατά τον χρονικό ορίζοντα των προβλέψεων. Συνολικά, ο πληθωρισμός προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 2,8% το 2025 και στο 2,3% το 2026. Ο πληθωρισμός εξαιρουμένων των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων προβλέπεται να παραμείνει υψηλότερος, στο 3,5% και 2,6% το 2025 και το 2026, αντίστοιχα.
Ισχυρότερες δημοσιονομικές προοπτικές λόγω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων
Το 2024, το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης ξεπέρασε σημαντικά τις προσδοκίες και κατέγραψε πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με το προβλεπόμενο έλλειμμα 0,6% του ΑΕΠ στις Φθινοπωρινές Προβλέψεις. Σύμφωνα με την Επιτροπή, η βελτίωση αυτή οφείλεται στην υποτονική αύξηση των τρεχουσών δαπανών, στα υψηλότερα από τα αναμενόμενα έσοδα από άμεσους φόρους και στις ισχυρές εισπράξεις από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, που συνδέονται όχι μόνο με την ισχυρή αύξηση της απασχόλησης αλλά και με μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας, όπως η ψηφιακή κάρτα εργασίας και οι αυστηρότερες απαιτήσεις υποβολής δηλώσεων για τις δηλώσεις ΦΠΑ.
Το 2025, το πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί, φτάνοντας το 0,7% του ΑΕΠ. Από την πλευρά των εσόδων, η πρόβλεψη αντικατοπτρίζει το υψηλότερο βασικό επίπεδο λόγω της ισχυρότερης από την αναμενόμενη απόδοσης εσόδων το 2024 και λαμβάνει υπόψη την αύξηση του φόρου διανυκτέρευσης στα ξενοδοχεία, τα διαρθρωτικά μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, την επέκταση της ψηφιακής κάρτας εργασίας στους τομείς των τροφίμων και του τουρισμού, με στόχο τη μείωση της αδήλωτης εργασίας και την αύξηση των τελών της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αυτά τα μέτρα αναμένεται να αντισταθμίσουν τον αντίκτυπο της προγραμματισμένης μείωσης κατά 1 ποσοστιαία μονάδα του ποσοστού εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και της αύξησης των μισθών του δημόσιου τομέα. Από την πλευρά των δαπανών, οι προβλέψεις ενσωματώνουν μια νέα δέσμη μέτρων, αξίας 0,5% του ΑΕΠ, που ανακοινώθηκε μετά τη δημοσίευση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων του 2024, συμπεριλαμβανομένης της επιστροφής ενός μηνιαίου ενοικίου με κριτήρια εισοδήματος, ενός μόνιμου κοινωνικού επιδόματος 250 ευρώ σε συνταξιούχους χαμηλού εισοδήματος, ανασφάλιστους ηλικιωμένους και άτομα με αναπηρίες, και μιας ετήσιας αύξησης 500 εκατομμυρίων ευρώ στον εθνικό προϋπολογισμό επενδύσεων.
Το 2026, το πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να αυξηθεί στο 1,4% του ΑΕΠ με την υπόθεση αμετάβλητης πολιτικής. Αυτή η βελτίωση αναμένεται να υποστηριχθεί από τη συνεχιζόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίες αναμένεται να αντισταθμίσουν τις αυξανόμενες δαπάνες για συντάξεις και μισθούς του δημόσιου τομέα. Η δημοσιονομική πολιτική προβλέπεται να είναι επεκτατική, υποστηριζόμενη από τη χρηματοδότηση της ΕΕ, τόσο το 2025 όσο και το 2026.
Ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ προβλέπεται να συνεχίσει να μειώνεται στο 146,6% το 2025 και στο 140,6% το 2026. Η μείωση οφείλεται στην αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ καθώς και στα πλεονάσματα του προϋπολογισμού.