Η Μαρία Καρυστιανού αναδείχθηκε μέσα από μια εθνική τραγωδία σε πρόσωπο ευρείας αποδοχής. Με λόγο αιχμηρό και αποφασιστικό, εξέφρασε το συλλογικό αίτημα για δικαιοσύνη μετά τα Τέμπη και, για πολλούς, λειτούργησε ως σύμβολο. Όχι πολιτικό· ανθρώπινο.
Η συνέχεια, όμως, άλλαξε τα δεδομένα. Όχι επειδή μειώθηκε το βάρος της απώλειας, αλλά επειδή η ίδια επέλεξε να κινηθεί προς την πολιτική.
Όπως έχει επισημανθεί στο ρεπορτάζ του Χρήστου Μυτιλινιού στην εφημερίδα Political, η αναφορά της σε δημιουργία «κινήματος» που μπορεί να εξελιχθεί σε πολιτικό φορέα και να προσφέρει «εναλλακτική επιλογή ψήφου» δεν αποτελεί απλή τοποθέτηση. Συνιστά σαφή μετατόπιση από τον κοινωνικό στον πολιτικό χώρο. Και αυτή η μετατόπιση, αναπόφευκτα, γεννά αντιδράσεις, ρήγματα και ερωτήματα.
«Δεν μας αφορά η πολιτική»
Το πρώτο σαφές μήνυμα ήρθε από το εσωτερικό του ίδιου του Συλλόγου Συγγενών Θυμάτων. Μέλη του διοικητικού συμβουλίου πήραν δημόσια αποστάσεις, ξεκαθαρίζοντας ότι οι πολιτικές πρωτοβουλίες της Καρυστιανού είναι προσωπικές και δεν εκφράζουν το σύνολο των οικογενειών. Η φράση «δεν μας αφορά η πολιτική» δεν ήταν τυχαία· αποτύπωσε το χάσμα που αρχίζει να διαμορφώνεται.
Μέχρι πρόσφατα, ο αγώνας για τα Τέμπη παρουσιαζόταν ως ενιαίος. Η πολιτικοποίηση, όμως, εισάγει εκπροσώπηση, στρατηγική και ιεραρχίες. Στοιχεία που δεν αποδέχονται όλοι όσοι βρέθηκαν στην ίδια πλευρά του πόνου.
Ο Νίκος Πλακιάς το διατύπωσε καθαρά: από τη στιγμή που κάποιος μπαίνει στην πολιτική αρένα, κρίνεται ως πολιτικό πρόσωπο. Όχι ως σύμβολο. Το ερώτημα που έθεσε είναι κομβικό: πώς θα αντιμετωπίζεται πλέον η Καρυστιανού; Ως μάνα που πενθεί ή ως πολιτικός με φιλοδοξίες; Παράλληλα, επισήμανε ότι ο χρόνος της πολιτικής συζήτησης είναι άστοχος, καθώς προηγείται της πλήρους δικαστικής διερεύνησης. Το μήνυμα ήταν σαφές: η πολιτική μπορεί να επισκιάσει τη Δικαιοσύνη, αντί να τη θωρακίσει.
Όταν το αφήγημα αλλάζει χέρια
Στη δημόσια συζήτηση παρενέβησαν και τρίτα πρόσωπα. Δηλώσεις περί «διχασμού» και αιχμές ότι «προτάσσεται το προσωπικό στοιχείο» όξυναν το κλίμα. Ανεξαρτήτως προθέσεων, το κέντρο βάρους μετατοπίστηκε. Από το αίτημα δικαιοσύνης στο ποιος ελέγχει το αφήγημα.
Σε αυτό το σημείο, η δημόσια εικόνα δεν διαμορφώνεται μόνο από τον λόγο της ίδιας, αλλά και από όσους επιχειρούν να την εντάξουν –ή να την αντιπαραθέσουν– σε ευρύτερα πολιτικά σχέδια.
Η οργανωτική μετάβαση
Η αναφορά ότι το κίνημα «ήδη οργανώνεται» και ότι υπάρχει επιτροπή «σοφών» σηματοδοτεί την είσοδο σε φάση δομής. Ανεξαρτήτως ονομασίας, αυτό παραπέμπει σε πολιτικό μηχανισμό. Και οι μηχανισμοί κρίνονται αυστηρά: ποιοι συμμετέχουν, ποιοι αποφασίζουν, ποιοι λογοδοτούν.
Η διακήρυξη ότι «δεν θα μοιάζει με τα υπόλοιπα κόμματα» ακούγεται οικεία σε μια κοινωνία που έχει ακούσει ξανά παρόμοιες υποσχέσεις. Η εμπειρία δείχνει ότι η διαφορά δεν κρίνεται από τις προθέσεις, αλλά από τη θεσμική συμπεριφορά.
Το πρώτο crash test
Ο έλεγχος της ΑΑΔΕ στον Σύλλογο Τεμπών λειτούργησε ως καταλύτης. Από τη μία, έγινε λόγος για «χτύπημα» και πολιτική σκοπιμότητα. Από την άλλη, υπογραμμίστηκε ότι πρόκειται για τυπική διαδικασία ελέγχου στοιχείων. Εδώ αποτυπώνεται καθαρά η μετάβαση: μια θεσμική πράξη ερμηνεύεται πολιτικά πριν καν ολοκληρωθεί.
Και αυτό είναι το πιο κρίσιμο σημείο. Όταν κάθε έλεγχος βαφτίζεται επίθεση και κάθε διαδικασία μετατρέπεται σε αφήγημα σύγκρουσης, η πολιτική υπερισχύει της ουσίας. Και η ουσία, στην προκειμένη περίπτωση, είναι η αξιοπιστία.
Κανείς δεν αμφισβητεί το δικαίωμα της Καρυστιανού να πολιτευτεί. Το ερώτημα είναι αν αυτή η επιλογή ενώνει ή διχάζει. Αν ενισχύει ή αποδυναμώνει τον αρχικό σκοπό. Η πολιτική δεν συγχωρεί ασάφειες και δεν χαρίζεται σε σύμβολα. Το στοίχημα είναι αν το ηθικό βάρος των Τεμπών μπορεί να παραμείνει ακέραιο χωρίς να χαθεί μέσα σε έναν νέο κύκλο πολιτικής αντιπαράθεσης. Γιατί όταν ο πόνος γίνεται εργαλείο και η Δικαιοσύνη σκηνικό, το τίμημα δεν είναι μόνο πολιτικό. Είναι θεσμικό.

