Και μετά σου λέει γιατί κυριαρχεί ο Μητσοτάκης και γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ του κ. Τσίπρα παραμένει καθηλωμένος και δεν κέρδισε «ούτε έναν πόντο» στα δύο αυτά χρόνια του κυβερνητικού βίου της ΝΔ, περίοδο κατά την οποία συνήθως η αντιπολίτευση «σηκώνει κεφάλι». Αρκεί να αξιολογήσει κανείς τις τοποθετήσεις του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης μόνο κατά τις τελευταίες ημέρες, για να διαπιστώσει γιατί οι προσπάθειές του να χρησιμοποιηθεί κυρίως η πανδημία ως το νέο κύμα αγανάκτησης των πολιτών, πάνω στο οποίο θα πατήσει για να… επανέλθει στην εξουσία, πνίγηκαν στα κανάλια του διχασμού και της τοξικότητας και χάθηκαν στη στροφή του «αριστερά προς κέντρο».

Και τι δεν είπε τις τελευταίες ημέρες ο κ. Τσίπρας. Χαϊδεύοντας τα αυτιά των αρνητών του εμβολιασμού, κατηγόρησε τον Μητσοτάκη για… διχασμό και ότι οδηγεί τη χώρα στην οικονομική καταστροφή (βέβαια, με 4% ανάπτυξη φέτος και 6% του χρόνου, πώς μπορεί να έρθει η καταστροφή, είναι μια άλλη ιστορία). Ότι δίνει (ο πρωθυπουργός) το περίφημο 150άρι στους νέους στον πρώτο εμβολιασμό και όχι στον δεύτερο! (Προηγουμένως είχε καταγγείλει το 150άρι ως «εξευτελιστική» διαδικασία.) Έφτασε μάλιστα στο σημείο να επιρρίψει ευθύνες στην κυβέρνηση ότι «ανέχεται και υποθάλπει εγκλήματα παιδεραστίας, βιασμών και κακοποίησης». Δύο χρόνια μετά την ήττα του, λες και δεν έχει αλλάξει τίποτα, παρότι σημειώνονται γύρω του κοσμογονικές αλλαγές, τις οποίες αν παρακολουθήσει σήμερα κανείς ψύχραιμα και νηφάλια, είναι εύκολο να κατανοήσει σε τι συνίσταται η κυριαρχία του Μητσοτάκη.

Είναι βέβαια κατ’ αρχάς η διαχειριστική επάρκεια που επέδειξε ο πρωθυπουργός σε κρίσιμες στιγμές, όπως η κρίση στα ελληνοτουρκικά, το κύμα της πανδημίας, οι εμβολιασμοί, αλλά και η ψηφιακή εκδοχή του κράτους. Όμως είναι κάτι ακόμα που φαίνεται ότι δεν έχει κατανοήσει η αντιπολίτευση. Η κοινωνία βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από τα κόμματα. Σήμερα, όλο και περισσότεροι πολίτες δεν ξεκινούν από ιδεολογική αφετηρία, αλλά από τη λειτουργικότητα των λύσεων που προτείνουν οι σχηματισμοί. Κάποτε έφτανε ένα «όλα τα κιλά και όλα τα λεφτά» για να χτίσεις εκλογικό κοινό. Τώρα το ίδιο, που κάποιοι επιμένουν να το υιοθετούν, ακούγεται σαν αστείο. Είναι οι ίδιοι που νομίζουν ότι οι πολίτες είναι ακόμη κολλημένοι στο παραδοσιακό δίπολο Δεξιά-Αριστερά, εμπνέονται από αγώνες και σκέφτονται πάνω στα κλισέ της προ κρίσης εποχής. Είναι οι ίδιοι που από τη μια μεριά κατεβαίνουν να παίξουν σε ένα γήπεδο όπου από τα μεγάφωνα ακούγονται συνθήματα για τον εμφύλιο, για χούντες, αστυνομοκρατία, Κουφοντίνες, νεοφιλελευθερισμούς και ιστορικά απωθημένα που αναζητούν δικαίωση, και από την άλλη θέλουν να κερδίσουν το Κέντρο, στρίβοντας αριστερά.

Η ιδέα όμως ότι πρέπει να στρίψεις αριστερά για να κερδίσεις το Κέντρο, θα είχε κάποιο λογικό νόημα αν ήσουν δεξιός. Τότε, ναι: από δεξιά στρίβεις αριστερά και πας προς το κέντρο. Αν όμως είσαι αριστερός, πού πας όταν στρίβεις αριστερά; Πάντως σίγουρα όχι προς το κέντρο. Άσε που το αποκαλούμενο Κέντρο, αν όχι το όλον, στη μεγάλη του πλειοψηφία, έχει, με πράξεις και όχι λόγια, «καταληφθεί» από τον Μητσοτάκη, ο οποίος έδειξε να κατάλαβε πρώτος τη μεταστροφή της κοινωνίας και κατάφερε να το αξιοποιήσει. Για αυτό και σήμερα η απήχηση του πρωθυπουργού δεν αντανακλά μόνο κομματικές προτιμήσεις, ούτε περιορίζεται στους εκλογείς του. Με αυτές τις συνθήκες, αν δεν συμβεί κάτι δραματικό, η πολιτική ηγεμονία Μητσοτάκη είναι εξασφαλισμένη τουλάχιστον για μία ακόμη κυβερνητική θητεία. Ο κ. Τσίπρας θα ψάχνει ίσως ακόμη να βρει τον δρόμο του…