Τότε, Σεπτέμβριο του 2017, όταν η «πρώτη φορά Αριστερά» είχε συμπληρώσει δύο (και κάτι) χρόνια στην εξουσία, η αξιωματική αντιπολίτευση (ΝΔ) με νέο αρχηγό τον Κυριάκο Μητσοτάκη είχε πάρει κεφάλι στις δημοσκοπήσεις του φθινοπώρου. Επικρατούσαν τότε ακραίες συνθήκες κρίσης, με τρίτο μνημόνιο, αλλά και καθολική διάψευση προσδοκιών για κατάργηση της λιτότητας και επιστροφή στην κανονικότητα.

Σήμερα, που η ΝΔ συμπληρώνει επίσης δύο (και κάτι) χρόνια στην εξουσία με την επιστροφή κάποιας κανονικότητας, αλλά την πανδημία ακόμη να «σαρώνει» και την κοινωνική ένταση κυρίως λόγω εμβολίων να βρίσκεται στο υψηλό επίπεδο, η φθορά της κυβέρνησης καταγράφεται τόσο μικρή και τα «κέρδη» της αξιωματικής αντιπολίτευσης τόσο λίγα, που στο τέλος η όλη κατάσταση δείχνει απίστευτη. Και αναρωτιούνται οι ίσως μη προσγειωμένοι ακόμη στη σημερινή πραγματικότητα: πώς είναι δυνατόν μετά από δύο χρόνια διακυβέρνησης, κατά τα οποία έχουν συμβεί γεγονότα που δεν φθείρουν, αλλά τραυματίζουν κυβερνήσεις, η ΝΔ να τυγχάνει ευρείας αποδοχής, να εξακολουθεί να είναι κυρίαρχη δύναμη και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης να διατηρεί ηγεμονικό προβάδισμα; Και όχι μόνον αυτά, αλλά και να καταγράφεται και μια σημαντικά υψηλή (σε ποσοστά) αρνητική τοποθέτηση για την αντιπολιτευτική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ;

Για τους πολίτες, που σήμερα είναι περισσότερο από ποτέ συνειδητοποιημένοι και που αναγνωρίζουν πως έχουμε μια σοβαρή, μια κανονική κυβέρνηση, που αντιμετωπίζει αποτελεσματικά πολύ μεγάλες προκλήσεις, που βλέπουν ότι κάποιες φορές αστοχεί, αλλά είναι σε θέση να διορθώνει σφάλματα και αστοχίες, δεν είναι κάτι το περίεργο αυτό που συμβαίνει. Το περίεργο και συνάμα… ανεξήγητο είναι πως έχουμε και μία αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία δεν αντιλαμβάνεται ότι με την εμφυλιοπολεμική, διχαστική πολιτική που ασκεί και, με την αρνητική στάση έναντι της αρχής της συναίνεσης στα μεγάλα προβλήματα του τόπου και στα εθνικά ζητήματα, το μόνο που καταφέρνει είναι παραμένει στην εποχή του 2012. Να στηρίζεται και να επιβραβεύεται από την «αριστερή» βάση της τάξης του 3% και όχι από την πλειοψηφία του ποσοστού που κάποτε την έφερε στην κυβέρνηση.

Τώρα, μετά και την καταγγελία περί… αποστασίας του ναυάρχου Αποστολάκη (ο οποίος έγινε «άξιος» μετά το «ναυάγιο» της υπουργοποίησής του) για να αναστρέψουν το κλίμα αποφάσισαν, λέει, εκεί στην Κουμουνδούρου να επιστρέψουν στην τακτική του «ακόμη πιο σκληρού ροκ». Η οποία βεβαίως στο παρελθόν είχε προαναγγελθεί δύο φορές. Μία μετά την ήττα των εκλογών του Ιουλίου του 2019 και μία το 2020. Βλέποντας όμως σήμερα τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, η τακτική αυτή δείχνει να απέτυχε. Επενδύουν επίσης στην «επιχείρηση αποδόμησης του Μητσοτάκη», τον οποίο και έχουν βάλει στο στόχαστρο, επιστρατεύοντας τον τελευταίο καιρό χυδαιότητες. Λες και τους υπαγορεύουν πολιτικό λόγο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και έχουν πειστεί ότι το σύνολο της κοινωνίας είναι στα κάγκελα και βρίζουν τον πρωθυπουργό.

Με τέτοιες «χυδαιότητες» όμως, με την εκφορά ενός λαϊκίστικου λόγου και μιας διχαστικής, εμφυλιοπολεμικού τύπου, ρητορικής, με αντιπολίτευση χωρίς καμία προγραμματική διάσταση και ποντάροντας στην «κατά συνθήκη οργή και αγανάκτηση» κυρίως των αντιεμβολιαστών, ούτε πρόσκαιρες νίκες μπορούν να πετύχουν σήμερα. Όπως έγινε τότε και με τους «αγανακτισμένους» στις πλατείες, που έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση το 2015.

Οι συνθήκες σήμερα είναι διαφορετικές. Το 2021 δεν είναι 2015. Κι αυτό δεν το αντιλαμβάνεται ο Τσίπρας, που θέλει, κατά πώς είπε, να «ξεβολέψει αυτούς που στρογγυλοκάθισαν στην εξουσία χωρίς να έχουν κανένα δικαίωμα»!

Ούτε ξέρουν και τι λένε πια.

του Φώτη Σιούμπουρα 

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο