Φέτος, περισσότερο παρά ποτέ, είναι σημαντικό να θυμηθούμε τα όσα συνέβησαν στις 26 Σεπτεμβρίου 1989. Τότε που οι δολοφόνοι της «17Ν» πάγωναν την Ελλάδα. Με τέσσερις σφαίρες άνανδρα, όπως συνήθιζαν, ο «Λουκάς» και η… παρέα του δολοφονούσαν τον Παύλο Μπακογιάννη, βάζοντας τέλος επί της ουσίας σε μια νέα εποχή που ξημέρωνε στην πολιτική ζωή της πατρίδας μας.

Τα γράφω αυτά με αφορμή την ιστορική ευθύνη που έχουν τα κόμματα, αλλά και η Πολιτεία, να υπενθυμίζουν στα Ελληνόπουλα τι έπραξαν επί της ουσίας οι δολοφόνοι της «17Ν», ώστε να μην ξαναδούμε τα θλιβερά πανό «Γεννήθηκα 17Ν» και συγκεντρώσεις υπέρ των άνανδρων φονιάδων. Παράλληλα, επειδή ο ένας μετά τον άλλον αποφυλακίζονται οι δράστες αυτής της μαύρης περιόδου τρομοκρατίας στην πατρίδα μας, καλό είναι να θυμόμαστε για να αποφύγουμε παρόμοιες τραγωδίες με μιμητές στο μέλλον.

Το καλοκαίρι του ’89, ο Παύλος Μπακογιάννης είχε παίξει καταλυτικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις ΝΔ – Συνασπισμού για τον σχηματισμό της κυβέρνησης Τζαννετάκη.

Ήταν 7:58 το πρωί της 26ης Σεπτεμβρίου 1989. Ο Παύλος Μπακογιάννης κατευθυνόταν στο γραφείο του, στην οδό Ομήρου. Το αυτοκίνητό του σταμάτησε λίγα μέτρα μακριά από το κτίριο. Ο ίδιος κατέβηκε και συνέχισε με τα πόδια, ενώ ο οδηγός του έστριψε αριστερά για να παρκάρει σε κοντινό γκαράζ. Ήταν μόνος, καθώς το προηγούμενο βράδυ είχε πολύωρη συζήτηση με στελέχη του Συνασπισμού και είπε στον αστυνομικό που τον συνόδευε να μείνει σπίτι για να ξεκουραστεί.

Φτάνοντας στην είσοδο κοντοστάθηκε στο ισόγειο, καθώς το ασανσέρ μετέφερε δύο γυναίκες στον οδοντίατρο του τρίτου ορόφου. Οι δολοφόνοι ήταν κρυμμένοι στα σκαλιά. Ξεπρόβαλαν και τον πυροβόλησαν σχεδόν εξ επαφής, από πίσω και αριστερά με το περίφημο 45άρι της οργάνωσης, το ίδιο όπλο που είχε χρησιμοποιηθεί και σε άλλες δολοφονίες.

Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, οι δράστες φορούσαν κοστούμια και κρατούσαν φακέλους. Αμέσως μετά τους πυροβολισμούς, περπάτησαν με κανονικό βήμα μια απόσταση 60 μέτρων και επιβιβάστηκαν σε ένα κίτρινο SEAT 127, που τους περίμενε στη γωνία της Ομήρου με τη Σκουφά. Οι περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων στις εφημερίδες της εποχής είναι χαρακτηριστικές. Κάποιος είπε στην «Ελευθεροτυπία»: «Ένας οδοκαθαριστής που ερχόταν αντίθετα, κάτι κατάλαβε και πλησίασε απειλητικά. Έκανε πως θα τους χτυπήσει με το φαράσι. Του έβγαλαν τότε το πιστόλι και με μια χαρακτηριστική κίνηση του έγνεψαν χωρίς λόγια: Στρίβε».

«Άκουσα τις πιστολιές και σκέφτηκα: Φάγανε τον Παύλο», δήλωσε ο ιδιοκτήτης του ψιλικατζίδικου στο ισόγειο της οικοδομής. «Οι δράστες έφυγαν κανονικά, σαν να κουβέντιαζαν εμπορικές υποθέσεις καθώς προχωρούσαν».

Ο Παύλος Μπακογιάννης άφηνε την τελευταία του πνοή στον «Ευαγγελισμό», συγκλονίζοντας ολόκληρη την Ελλάδα.

Η εθνική συνεννόηση ήταν απολύτως μέσα στο πνεύμα του Μπακογιάννη, που μερικές εβδομάδες πριν από τη δολοφονία του εισηγήθηκε ως βουλευτής της ΝΔ το νομοσχέδιο για την απάλειψη των συνεπειών του εμφύλιου πολέμου.

Να θυμίσουμε μερικά από τα όσα είχε πει ο Παύλος Μπακογιάννης, για να καταλάβουν οι νεότεροι και να θυμηθούν οι παλαιότεροι γιατί οι δολοφόνοι της «17Ν» άλλαξαν τον ρου της πολιτικής ιστορίας της πατρίδας μας και πόσο διαφορετικά θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα:

«Η δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα που δέχεται τον άνθρωπο όπως είναι».

«Μπορούμε και διαφωνούμε, γιατί μπορούμε να συνυπάρχουμε».

«Το ήθος της πολιτικής» είναι και προοπτικά γίνεται ήθος της κοινωνίας».

«Οι φράσεις που επαναλαμβάνονται στομώνουν την κριτική σκέψη».

«Σκέψου πόσο κακό έχουν κάνει τα δόγματα στην πρόοδο της ανθρωπότητας».

«Ανανέωση σημαίνει επικοινωνία και όχι παραπλάνηση».

«Κράτα λοιπόν όσο μπορείς ελεύθερη την ψυχή και το μυαλό σου, ανοιχτά και για τις αυριανές σκέψεις και ιδέες σου».

«Ο Έλληνας ψηφοφόρος γνωρίζει την αδυναμία του να επιβάλει τη θέλησή του στο κόμμα και γι’ αυτό χρησιμοποιεί τις εκλογές ως επιχείρηση τιμωρίας ή εκδίκησης. Χρησιμοποιεί την ψήφο περισσότερο με αρνητική έννοια παρά με πολιτική».

«Μόνον άνθρωποι ελεύθεροι μπορούν να οικοδομήσουν μια ελεύθερη ανοιχτή κοινωνία που να τους ταιριάζει και μέσα σ’ αυτήν να μπορούν να δημιουργήσουν».

«Στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα».

Ο Παύλος μπορεί να έφυγε από τη ζωή, αλλά ο πολιτικός του λόγος παραμένει ζωντανός όσο ποτέ. Και καλό είναι να ανατρέχουμε σε αυτόν, ώστε να αποφεύγουμε την πόλωση και τον διχασμό, που τόσο ακριβά πλήρωσε ο τόπος μας.

Η εφαρμογή της πολιτικής κληρονομιάς του Παύλου Μπακογιάννη δεν έχει αναδειχθεί όσο πρέπει. Και είναι καιρός η Πολιτεία, αλλά και η Νέα Δημοκρατία, να το συγκεντρώσει και να το διανείμει στις νέες γενιές. Τριάντα δύο χρόνια μετά, πρέπει και αξίζει…

του Νίκου Ελευθερόγλου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο