Σε μια διαφορετική συνέντευξη, ο βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης της ΝΔ Δημήτρης Βαρτζόπουλος μιλάει στο «Π» για τα παιδικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη, για τα καλοκαίρια του στο Ασβεστοχώρι και για τη γνωριμία του με τον Αντώνη Σαμαρά. Ταυτόχρονα, μας αποκαλύπτει πώς αντέδρασε η μητέρα του, που προέρχονταν από αριστερή οικογένεια, όταν έμαθε ότι ο γιος της γράφτηκε στη ΔΑΠ/ΝΔΦΚ.

Είστε αυτό που λέμε γέννημα θρέμμα Θεσσαλονικιός;

Ναι. Γεννήθηκα σε μια ιδιωτική μαιευτική κλινική στις αρχές της Πρίγκηπος Νικολάου, λίγο πιο πέρα από το ιερό της Αγίας Σοφίας. Τότε η οικογένειά μου έμενε στην οδό Μητροπόλεως, κοντά στην εκκλησία, απέναντι απ’ το υπόγειο όπου είχε ο πατέρας μου το εργαστήριο ζαχαροπλαστικής. Μετά μετακομίσαμε στην Πρασακάκη, όταν γεννήθηκε ο αδελφός μου στη Στεφάνου Τάττη και μετά, που χωρίσανε οι γονείς μου, πήγαμε Εγνατίας 115, ακριβώς απέναντι από την Πατριάρχου Ιωακείμ. Όλα καράκεντρο, δηλαδή.

Τα καλοκαίρια πώς περνούσατε;

Τα καλοκαίρια, μετά από ένα-δυο μπάνια στην Περαία, τα περνούσαμε όλα –μέχρι που άνοιγαν τα σχολεία– στο Ασβεστοχώρι στο πατρικό της μάνας, μια ανάσα από τα νταμάρια.

Τι μνήμες έχετε από τα εφηβικά σας χρόνια;

Όταν πήγαμε στην Καβάλα, στη Έκτη Δημοτικού, με τον διορισμό της μητέρας, ελάχιστες φορές ξαναβρέθηκα στη Θεσσαλονίκη. Έπρεπε να περάσω στο ΑΠΘ, οπότε και ξαναγύρισα νοικιάζοντας με τον κολλητό μου, τον Ζαφείρη, Εγνατίας, πάλι κοντά στην Αγίας Σοφίας. Είχα βέβαια αποκοπεί εντελώς ύστερα από τόσα χρόνια, όλη την εφηβεία κυριολεκτικώς. Μηδέν παρέες, μηδέν επαφές. Ευτυχώς υπήρχε η ΝΔΦΚ.

Εκεί, στα φοιτητικά χρόνια και στη ΝΔΦΚ, ήταν η πρώτη σας επαφή με την πολιτική;

Από τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου είχα έντονο ενδιαφέρον για κοσμοθεωρητικά θέματα και διάβαζα πολύ σχετικά. Πάντοτε θεωρούσα κομβική την έννοια της «τάξεως». Από τα διαβάσματα αυτά κατέληξα δεξιός. Τότε, επί δικτατορίας, ίσχυε, ότι ο μαθητής με τον μεγαλύτερο βαθμό ήταν ο απουσιολόγος και ο απουσιολόγος ήταν και πρόεδρος της τάξεως. Έτσι απέκτησα και την εμπειρία της πρακτικής εκπροσώπησης.

Πώς αποφασίσατε να εμπλακείτε με την πολιτική;

Λοιπόν, όταν ήρθε ο Καραμανλής, στα 17 μου, ήξερα ότι με ενδιαφέρει η πολιτική και συμμετείχα ενεργά και στις μαθητικές εκλογές. Όταν πέρασα στο ΑΠΘ, ήδη από την πρώτη Γενική Συνέλευση της Ιατρικής, πλησίασα τη ΔΑΠ/ΝΔΦΚ. Τον Σεπτέμβριο του 1975, με τις υπογραφές των Γ. Λακασά (συντονιστής διευθυντής Παθολογικής Κλινικής «Άγ. Δημήτριος») και του Α. Γιαννακόπουλου (κορυφαίος Αναισθησιολόγος, Διαβαλκανικό), έγινα μέλος της Νέας Δημοκρατίας. Η πορεία πλέον ήταν προδιαγεγραμμένη. Κατέβασα συνδυασμό στο πρώτο έτος, στο τρίτο έγινα υπεύθυνος Σχολής, στο πέμπτο πρόεδρος της Γραμματείας ΔΠΑ-ΝΔΦΚ ΑΠΘ, μετά στη Νομαρχιακή της ΟΝΝΕΔ. Όταν πήγα για ειδικότητα στη Γερμανία, έγινα πρόεδρος της Τοπικής στη Βόννη και της Νομαρχιακής Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Όταν γύρισα ύστερα από δέκα χρόνια Ελλάδα, άρχισα να πολιτεύομαι. Το κόμμα ήταν πάντα σπίτι μου.

Η οικογένειά σας ήταν πολιτικοποιημένη; Με τον πατέρα σας κάνατε πολιτικές συζητήσεις;

Ο πατέρας μου ήταν δεξιός, ανάπηρος πολέμου, στον Γράμμο. Μίλησα όμως μαζί του πολιτικά για πρώτη φορά, όταν ήμουν ήδη ενήλικας και ενεργά δραστηριοποιημένος.

Η μητέρα σας;

Η μητέρα μου ήταν από αριστερή οικογένεια. Ο παππούς μου, Ιωάννης Λιχριδάς, ενεργός αριστερός, εκτελέσθηκε από τους Γερμανούς στο Ασβεστοχώρι στις 26/7/1944. Ουδέποτε στο σπίτι είχαμε μιλήσει για πολιτικά.

Και πώς αντέδρασε η μητέρα σας όταν έμαθε πως μπήκατε στη ΝΔΦΚ;

Η καημένη η μάνα μου έμαθε από γνωστούς ότι ήμουν στο ψηφοδέλτιο της ΝΔΦΚ στο πρώτο έτος και ήρθε αλαφιασμένη από την Καβάλα, για να με μεταπείσει. Κανείς ποτέ και από το ευρύτερο σόι δεν είχε ασχοληθεί με την επαγγελματική πολιτική.

Για ποιον λόγο επιλέξατε την Ιατρική;

Πάντοτε διάβαζα πολύ. Σε όλο το εξατάξιο Γυμνάσιο έπαιρνα 19 9/10 –στην Πέμπτη καθαρό 20–, οπότε η επιλογή ήταν αυτονόητα Πολυτεχνείο ή Ιατρική. Ξεκίνησα για ναυπηγός, η μάνα μου με έπεισε για την Ιατρική. Και δεν το μετάνιωσα!

Είπατε πως πάντοτε διαβάζατε πολύ. Με τι βαθμό περάσατε στην Ιατρική;

Ισοβαθμώντας με τον διαχρονικώς πιστό φίλο μου, Ιάκωβο Πετρίδη, οφθαλμίατρο στην Κατερίνη, πέρασα πρώτος στη Σχολή το 1975. Όλα τα χρόνια έπαιρνα την υποτροφία του ΙΚΥ και το 1981 πτυχίο με «9».

Ως αριστούχος φαντάζομαι πως δεν ζήσατε τη «φοιτητική ζωή» και τις παρέες…

Τα φοιτητικά μου χρόνια ήταν διάβασμα και κόμμα. Για εμάς τους επαρχιώτες, τα γραφεία της ΟΝΝΕΔ ήταν ο χώρος της απόλυτης κοινωνικοποίησης. Ατέλειωτες οι ώρες εκεί, καθημερινώς φυσικά.

Πώς συναντήθηκαν οι δρόμοι σας με τον Αντώνη Σαμαρά; Πώς και πού γνωριστήκατε;

Δεν είχα ποτέ καμία επικοινωνία με τον Αντώνη Σαμαρά μέχρι τις εκλογές του 2009. Μία εβδομάδα πριν, είχα τηλεφωνήσει στον φίλο μου και κολλητό του Αντώνη Σαμαρά, τον Στράτο Σιμόπουλο, ζητώντας του να με φέρει σε επαφή. Όπερ και εγένετο την Τρίτη, μετά τις εκλογές, στο πατρικό του Σαμαρά στη Μουρούζη, παρουσία του Στράτου και του οικογενειακού μας γνωστού Κώστα Χαΐτογλου. Εκεί του είπα ότι θέλω να βοηθήσω στην προσπάθειά του για την αρχηγία του Κόμματος και μου ζήτησε να αναλάβω τον συντονισμό της εκστρατείας του στη Βόρειο Ελλάδα. Το δέχθηκα, τα πράγματα πήγαν καλά και μου ανέθεσε τον Γενάρη του 2010 την προεδρία της Διοικούσης Θεσσαλονίκης. Έκτοτε έχουμε μια αδελφική σχέση.

Τι κρατάτε από την εμπειρία σας δίπλα στον Αντώνη Σαμαρά;

Ο Αντώνης Σαμαράς δεν είναι μόνο εξαιρετικά κατηρτισμένος και επιχειρησιακά ικανός ηγέτης. Είναι κυρίως μια φωτεινή ιστορική προσωπικότητα, που πραγματικά πονά την πατρίδα. Ήταν μεγάλη τιμή η υπηρεσία υπό την καθοδήγησή του.

Ποιο περιστατικό θυμάστε χαρακτηριστικά;

Πολλά θυμάμαι, αλλά για μένα το πιο σημαδιακό ήταν το πρωί της Παρασκευής της 11ης/11/2011, ημέρας και των γενεθλίων μου. Μου τηλεφωνεί στις 7:30 το πρωί και μου λέει ότι πρέπει να πάρω το αμέσως επόμενο αεροπλάνο και να κατεβώ επείγοντος στη Συγγρού. Εγώ αιφνιδιάστηκα και άρχισα να του λέω πως έχω προγραμματισμένο ιατρείο το απόγευμα και ότι, όπως χιλιάδες φορές του έχω εξηγήσει, εμείς οι γιατροί έχουμε και ασθενείς κ.λπ. και θα πρέπει να μας ειδοποιεί μία μέρα νωρίτερα. Οπότε εκείνος έκλεισε κοφτά το τηλέφωνο, λέγοντάς μου «άσε τα λόγια και κουνήσου, στις 2:30 το μεσημέρι ορκίζεσαι υφυπουργός». Ήμουν ένας από του έξι εξωκοινοβουλευτικούς, που έβαλε η ΝΔ στην κυβέρνηση Παπαδήμου.

Αυτή ήταν μια σημαντική και ευχάριστη στιγμή. Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή στην πολιτική σας διαδρομή;

Αναμφίβολα ήταν οι εκλογές του 2015.

Στην κυβέρνηση Σαμαρά είχατε αναλάβει τον δύσκολο ρόλο του Γενικού Γραμματέα Συντονισμού της Κυβέρνησης. Ποια ήταν η πιο δύσκολη απόφαση που λάβατε τότε;

Υπήρξαν πράγματι δύσκολες αποφάσεις, που όλες είχαν να κάνουν με την τιμωρητική διάθεση ορισμένων προαπαιτουμένων της τρόικας, κυρίως όσον αφορά τις απολύσεις. Στα μνημόνια βεβαίως υπήρξαν και πολλά που τα θέλαμε και πιστεύαμε και εμείς, μεταρρυθμίσεις δηλαδή σωστές και αναγκαίες.

Για παράδειγμα, ποια μεταρρύθμιση;

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτή καθαυτή η ίδρυση της Γενικής Γραμματείας Συντονισμού του Κυβερνητικού Έργου, το 2013, που υιοθέτησε τον επιτελικό τρόπο λειτουργίας της γαλλικής κυβερνήσεως, ο οποίος εφαρμόζεται σήμερα με απόλυτη επιτυχία από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Τελικά, μετά από τη μακρά πολιτική σας διαδρομή είναι περισσότερες οι χαρές ή οι λύπες που έχετε λάβει;

Οι χαρές. Αξίζει τον κόπο. Δεν μετανοώ.

Πώς σχολιάζεται τη φράση του Νίτσε, ότι «η παράνοια σε άτομα είναι σχετικά σπάνια, όμως σε ομάδες και σε κόμματα είναι ο κανόνας»;

Κάπου έχει δίκιο. Η παράνοια στα άτομα, υπό την επιστημονική έννοια του όρου, είναι νόσος συγκεκριμένου επιπολασμού, πράγματι όχι πολύ μεγάλου. Η «παράνοια», σε ομάδες και κόμματα, δεν είναι βέβαια ιατρική διαταραχή. Είναι όμως φαινόμενο συλλογικής άρνησης της απτής πραγματικότητος, μια ομαδική δηλαδή φαντασίωση, που δεν διορθώνεται από τη σύγκρουσή της με την εμπειρία. Τούτο δυστυχώς δεν είναι, όσο θα έπρεπε, σπάνιο. Ακόμη κι αν αφήσουμε πίσω μας τις ιστορικές μαζικές εμμονές και εκτροπές του εθνικοσοσιαλισμού, του φασισμού και του υπαρκτού σοβιετικού σοσιαλισμού, ακόμη και σήμερα υπάρχουν τέτοια φαινόμενα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ισλαμικός φανατισμός στην Εγγύς και Μέση Ανατολή και Αφρική, ο τουρκικός νεο-οθωμανισμός ή η ομαδική παράκρουση στα γειτονικά Σκόπια, όπου ένας λαός αποκλειστικώς βουλγαρικής καταγωγής φαντασιώνεται ελληνικές ρίζες.

Ποιο είναι το προσωπικό στοίχημα που έχετε θέσει ως βουλευτής;

Η οικοδόμηση ενός Κοινωνικού Κράτους κατά τα βέλτιστα ευρωπαϊκά πρότυπα. Η κάλυψη δηλαδή όλων αυτών των διαχρονικών ελλείψεων, που, όπως απεκάλυψε με τραγικό τρόπο η δεύτερη χρονιά της πανδημίας, οδήγησαν τη χώρα μας σε χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού και υψηλότερα ποσοστά θανάτων.

Και πώς θα επιτευχθεί αυτό;

Με την αντιμετώπιση της έλλειψης ενός Συστήματος Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης, που θα καλύπτει το σύνολο των αναγκών, με απόλυτη κάλυψη του κόστους από το Ασφαλιστικό Ταμείο και ελεύθερη επιλογή ιατρού μεταξύ των συμβεβλημένων ιδιωτών, όπως επανειλημμένως ανέφερα στη Βουλή, αλλά και ενός νέου νοσοκομειακού ΕΣΥ, κατά τα ισχύοντα στην Κεντρική Ευρώπη, που θα επιλέγει τις διοικητικές και ιατρικές διευθύνσεις του με κριτήρια οικονομικής και θεραπευτικής απόδοσης και θα προσφέρει ένα επιστημονικό και οικονομικό περιβάλλον, θελκτικό για τους νέους υγειονομικούς. Μιας ενιαίας Κοινωνικής Υπηρεσίας, που θα είναι σε θέση να ανιχνεύει και να υποστηρίζει όλους εκείνους που, λόγω μεγάλης ηλικίας, χαμηλής μόρφωσης, φτώχειας και απομονωμένης διαμονής, δεν είναι σε θέση να αντιλαμβάνονται και να εκμεταλλεύονται όλο το εύρος των κρατικών παροχών. Η οποία και θα μετεξελίξει το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα σε εξατομικευμένο καλάθι υπηρεσιών «εγγυημένης αξιοπρεπούς διαβίωσης». Ενός «Εθνικού Συστήματος Προνοίας» για την κάλυψη του συνόλου των αναγκών των ανθρώπων με σωματική και ψυχική αναπηρία. Ενός δηλαδή Κοινωνικού Κράτους, που οφείλουμε στον εαυτό μας εδώ και 200 χρόνια.

Αν κάποιο από τα παιδιά σας, σας πει ότι θέλει να ασχοληθεί με την πολιτική, θα το ενθαρρύνετε ή θα το αποτρέψετε;

Προφανώς θα το ενθαρρύνω. Άλλωστε «δεδομένου επίσης ότι η πολιτική κάνει χρήση των υπόλοιπων “πρακτικών” τεχνών/επιστημών, και δεδομένου ότι η πολιτική ορίζει με τους νόμους της τι πρέπει να κάνουμε και τι όχι, το τέλος της πρέπει, σκέφτομαι, να περιέχει τα τέλη όλων των άλλων τεχνών/επιστημών. Συμπέρασμα: αυτό το τέλος θα πρέπει να είναι το αγαθό για τον άνθρωπο». (Αριστοτέλης, «Ηθικά Νικομάχεια»).

Κλείνοντας, θα ήθελα να μου σχολιάσετε μια φράση που μου είχε πει χαριτολογώντας ένας εμπειρότατος πολιτικός. Μου είχε πει λοιπόν ότι οι βουλευτές, πριν ορκιστούν, θα πρέπει να καταθέτουν και πιστοποιητικό ψυχικής υγείας. Πώς το σχολιάζετε;

Ορθότατον! Θα ήταν μάλιστα απολύτως εφικτό και σωστό, οι τρεις ψυχίατροι βουλευτές του ελληνικού Κοινοβουλίου να αναλάβουμε την εξέταση των συναδέλφων προς έκδοση των σχετικών εγγράφων, για να μείνει το θέμα εν οίκω – και να μην κοινοποιηθεί εν δήμω. Η ενασχόληση με την πολιτική, ιδίως σε επαγγελματικό επίπεδο, προϋποθέτει χαρακτήρες και προσωπικότητες ειδικών προδιαγραφών. Αλλά τούτο ουχί της παρούσης…

 

Συνέντευξη στην Άννα Καραβοκύρη

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο