Την ανάγκη να δοθεί η δυνατότητα σε ενεργοβόρες επιχειρήσεις να επενδύσουν στις ΑΠΕ, είτε κατά μόνας, είτε σε συνεργασία με άλλες ομοειδείς, προκειμένου να καλύψουν μέρος ή και το όλον της ενέργειας που καταναλώνουν, επισημαίνει σε ανακοίνωσή του το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς.

Το επιμελητήριο επισημαίνει πως οφείλουμε να αλλάξουμε πολιτική απέναντι στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, εάν θέλουμε η μεταποίηση όλων των βαθμίδων, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να μην βάζουν «βαθιά το χέρι στην τσέπη» για την αποπληρωμή του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο ανατροφοδοτεί τις ανατιμήσεις στην αγορά.

Ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ Βασίλης Κορκίδης, σχολιάζοντας τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat που δόθηκαν στη δημοσιότητα, σύμφωνα με τα οποία οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αποτελούσαν το 37% της ακαθάριστης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ, από 34% το 2019, τόνισε την αναγκαιότητα επανεξέτασης ορισμένων βασικών παραμέτρων που αφορούν στην αξιοποίηση των ΑΠΕ.

Επίσης, σημείωσε ότι ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας κατέγραψε τη μεγαλύτερη αύξηση όλων των εποχών στη ζήτηση ενέργειας τη χρονιά που μας πέρασε, η οποία οδήγησε σημαντικές οικονομίες σε μπλακάουτ και είχε ως αποτέλεσμα τις ιστορικά υψηλές τιμές αγοράς ενέργειας. Ταυτόχρονα, η ετήσια έκθεση της ΔΟΕ για την ηλεκτρική ενέργεια προειδοποιεί ότι η τάση αυτή θα μπορούσε να συνεχιστεί ακόμη και για τρία ακόμη χρόνια, με σοβαρές επιπτώσεις για τους καταναλωτές και τις οικονομίες, εκτός αν υπάρξουν άμεσα δομικές αλλαγές στις μεθόδους παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος.

Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, το ΔΣ του ΕΒΕΠ στις τελευταίες συνεδριάσεις του, στις οποίες το ενεργειακό κόστος ήταν μεταξύ των θεμάτων αιχμής που το απασχόλησε, εξέτασε μία σειρά παραμέτρων προκειμένου συνολικά να καταθέσει προτάσεις για τη βελτίωση του περιβαλλοντικού προφίλ της χώρα προς όφελος του οικιακού και επαγγελματία καταναλωτή.

Συγκεκριμένα, συζητήθηκε το «Net-metering» ή «Αυτοπαραγωγή με Ενεργειακό Συμψηφισμό», που δίνει σε μια επιχείρηση τη δυνατότητα να παράγει, με χρήση φωτοβολταϊκού συστήματος, την ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώνει, ενώ ταυτόχρονα παραμένει συνδεδεμένη στο δίκτυο, το οποίο χρησιμοποιεί ως «αποθήκη» ενέργειας. Έτσι, όταν η παραγωγή είναι μεγαλύτερη από την κατανάλωση, το πλεόνασμα «αποθηκεύεται» στο δίκτυο και χρησιμοποιείται όταν η παραγωγή δεν επαρκεί. Ο τελικός συμψηφισμός πραγματοποιείται κάθε τρία έτη και συνεπώς το φωτοβολταϊκό σύστημα πρέπει πρακτικά να σχεδιάζεται με βάση την ετήσια κατανάλωση. Δικαίωμα εγκατάστασης έχουν τα φυσικά πρόσωπα ή επιτηδευματίες, καθώς και τα νομικά πρόσωπα, τα οποία, είτε έχουν στην κυριότητά τους τον χώρο εγκατάστασης, είτε έχουν την έγγραφη συναίνεση του ιδιοκτήτη. Με το «Net-metering» η παραγόμενη ενέργεια συμψηφίζεται με αυτήν που καταναλώνουμε και δεν πωλείται σε μια συμφωνημένη τιμή στο δίκτυο. Έτσι, ο λογαριασμός του ηλεκτρικού ρεύματος μειώνεται σημαντικά, με το όφελος να αυξάνει κάθε χρόνο, ανάλογα με την αύξηση της τιμής του ρεύματος. Το «Net-metering» αφορά εξοικονόμηση και όχι εισόδημα, που θα μπορούσε στο μέλλον να φορολογηθεί. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει όμως να υπολογίσουν την επένδυση, την παραγωγή ρεύματος, την εξοικονόμηση από τον λογαριασμό της ΔΕΗ, την απόδοση του κεφαλαίου και να γνωρίζουν όλα τα απαραίτητα μεγέθη. Θα πρέπει να επιλέξουν την περιοχή και τον τρόπο εγκατάστασης, τον τύπο τιμολογίου ΔΕΗ, όπως αναφέρεται στον λογαριασμό και να υπολογίσουν την ετήσια κατανάλωση σε kWh. Να επιλέξουν τον αναμενόμενο «ταυτοχρονισμό παραγωγής-κατανάλωσης», που είναι το ποσοστό της παραγόμενης ενέργειας που θα καταναλώνεται απευθείας, πριν δηλαδή διοχετευθεί πρώτα στο δίκτυο, το οποίο, για μια επαγγελματική εγκατάσταση, κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 40-65%. Από τα παραπάνω, προκύπτει το μέγεθος της ισχύος του φωτοβολταϊκού που χρειάζεται για να καλύψει την ετήσια κατανάλωση σε kWp. Για μεγιστοποίηση του κέρδους, το φωτοβολταϊκό δεν πρέπει να ξεπερνά τις ανάγκες πάνω από 100%.

Ο κ. Κορκίδης σημείωσε στην τοποθέτησή του στο ΔΣ, την αναγκαιότητα να δοθεί η δυνατότητα σε ενεργοβόρες επιχειρήσεις να επενδύσουν στις ΑΠΕ, είτε κατά μόνας, είτε σε συνεργασία με άλλες ομοειδείς, προκειμένου να καλύψουν μέρος ή και το όλον της ενέργειας που καταναλώνουν, καθιστώντας την απόσβεση της επένδυσης διπλά επωφελή, καθώς η φθηνή ενέργεια θα επιδρούσε στο τελικό κόστος παραγωγής, άρα και πώλησης προϊόντων, ενώ επίσης θα δημιουργούσε μία νέα επιχειρηματική δυναμική στον τομέα ανοίγοντας παράλληλα νέες θέσεις εργασίας.

Δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας, υπογράμμισε ο ίδιος, ότι χώρες- μέλη της Ε.Ε. στη Βόρεια Ευρώπη με ισχυρή περιβαλλοντική συνείδηση των πολιτών τους έχουν προτάξει και προχωρήσει στην αξιοποίηση των ΑΠΕ και μάλιστα σε συνθήκες υποδεέστερες σε σχέση με αυτές που ισχύουν στην Ελλάδα. «Αιολικά πάρκα ανοικτής θαλάσσης, φωτοβολταϊκά στα λιμάνια, είναι πλέον συνήθεις εικόνες στις χώρες αυτές και αυτό πρέπει να μας προβληματίσει. Υπάρχουν εκατοντάδες βραχονησίδες, «νεκρές» θαλάσσιες ζώνες όπου, ύστερα από τις δέουσες περιβαλλοντικές μελέτες θα μπορούσαν να τοποθετηθούν φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες. Μάλιστα, η τελευταίας γενιάς ανεμογεννήτριες είναι και καταφανώς μικρότερες των αρχικώς εμφανισθέντων και παραγωγικότερες, καθώς η τεχνολογία τους έχει αλλάξει θεαματικά» όπως είπε.

Ο ίδιος επεσήμανε πως ένα φωτοβολταϊκό σύστημα «Net-metering» είναι φθηνότερο από ένα αυτόνομο φωτοβολταϊκό, γιατί δεν χρειάζεται μπαταρίες, αφού χρησιμοποιεί το υφιστάμενο δίκτυο για την αποθήκευση της παραγόμενης ενέργειας στη κάλυψη των ίδιων καταναλώσεων, ενώ, η σύνδεση με το δημόσιο δίκτυο, εξασφαλίζει ουσιαστικά 100% αξιοπιστία στην ηλεκτροδότηση της επιχείρησης.

Ως εκ τούτου, τέλος, τόνισε ότι το ζητούμενο είναι η διεύρυνση της δυνατότητας παραγωγής, κατανάλωσης και αποθήκευσης ηλεκτρικού ρεύματος με την αξιοποίηση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ