Τι δείχνουν τα «κρυφά στοιχεία» των δημοσκοπήσεων

Τα σύγχρονα πολιτικά κόμματα που κινούνται στον χώρο του Κέντρου επιδιώκουν να «μπολιάσουν» τη φιλελεύθερη οικονομική λογική με την κοινωνική αντίληψη που εκφράζει η σοσιαλιστική πτέρυγα. Ουσιαστικά μιλάμε για ένα πεδίο που επιχειρεί την ισορροπία μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Το μεγάλο πλεονέκτημα αυτού του χώρου είναι η επίκληση του ορθολογισμού και της ρεαλιστικής προσέγγισης, τόσο για τη χάραξη πολιτικών όσο και για την αντιμετώπιση κρίσιμων ζητημάτων.

Οι «λίγοι» και… μέτριοι

Για όλους όσοι έρχονται αντιμέτωποι καθημερινά με την «πραγματική ζωή», μια τέτοια πολιτική αντίληψη φαντάζει ιδανική. Το ίδιο συμβαίνει και για όσους βίωσαν στο πετσί τους τη χρεοκοπία πολιτικών ιδεολογιών που χρησιμοποιήθηκαν για να χτιστούν καριέρες και τραπεζικοί λογαριασμοί για λίγους και… μέτριους.

Η απαξίωση της πολιτικής και κυρίως των εκπροσώπων της από μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας δεν ήρθε τυχαία και, φυσικά, δεν είναι σύμπτωμα των καιρών.

Η ανάγκη για το «νέο», που θα δώσει ελπίδα και προοπτική, είναι κάτι παραπάνω από επιτακτική. Τα αντανακλαστικά του πολιτικού μας συστήματος –έστω και αργά– έχουν ενεργοποιηθεί.

Στο μικροσκόπιο των τριών κομμάτων (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ) που κινούνται σε τροχιά εξουσίας έχουν μπει οι ψηφοφόροι που τα χαρακτηριστικά τους παραπέμπουν στο «κεντρώο» τμήμα της κοινωνίας.

Είναι σαφές ότι οι πολιτικές τους δεξαμενές έχουν υπερχειλίσει και ειδικά για ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ έχουν αρχίσει οι διαρροές. Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί το προς ανανέωση ΠΑΣΟΚ, υπό τη νέα ηγεσία του, καθώς μέχρι τώρα αντλεί ποσοστά και από τα δύο κόμματα. Όπως και στο ποδόσφαιρο, ο αγώνας δίνεται πλέον για την κατάκτηση του Κέντρου.

Το «κλειδί» και η… τιμωρία

Με τα δεδομένα όπως έχουν διαμορφωθεί μέχρι σήμερα, η προσέλκυση των κεντρώων ψηφοφόρων αποτελεί το «κλειδί» για την εκλογική νίκη.

Η απλή αναλογική περιορίζει τις αισιόδοξες προβλέψεις και αναγκάζει τα επιτελεία να μπουν στο εκλογικό παιχνίδι με ρεαλιστικές προτάσεις και δεσμεύσεις και όχι με «μπιχλιμπίδια και καθρεφτάκια».

Θεωρείται βέβαιο ότι στον πρώτο γύρο της εκλογικής αναμέτρησης η ψήφος των πολιτών θα έχει έναν «τιμωρητικό» χαρακτήρα. Στο πλαίσιο αυτό, θα καταβληθεί προσπάθεια συγκράτησης των πολιτικών δυνάμεων, ώστε να καταγραφούν οι λιγότερο δυνατόν απώλειες. Το πώς θα γίνει αυτό θα εξαρτηθεί από τις πολιτικές συγκυρίες. Πάντως, η πόλωση και η σφοδρή αντιπαράθεση μπορεί να δρουν θετικά ως προς τη συσπείρωση του κομματικού ακροατηρίου, είναι όμως αρνητικοί παράγοντες για τον κεντρώο ψηφοφόρο. Επίσης, η τοξικότητα στο πολιτικό περιβάλλον, όπως για παράδειγμα ο διάλογος Πέτρου Δούκα – Σπήλιου Λιβάνου ή η αίσθηση της συναλλαγής είναι στοιχεία που απλώς μεγαλώνουν το χάσμα.

Στόχος η αυτοδυναμία

Στην κυβέρνηση, ο στόχος είναι η αυτοδυναμία και να μην ξεφύγουν πολύ από τις επιδόσεις του 2019. Ωστόσο, η φθορά είναι δεδομένη όπως και οι διαρροές προς το ΠΑΣΟΚ, που τείνει να αναδειχθεί ως ο μπαλαντέρ της εκλογικής αναμέτρησης.

Στο «γαλάζιο» στρατόπεδο, σε πρώτη φάση προσπαθούν να κλείσουν τα «στεγανά τους». Διαβάζουν προσεκτικά τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων και ετοιμάζουν στοχευμένες πρωτοβουλίες.

Συμμετοχή ή όχι;

Ενδιαφέρον είναι το εύρημα που αφορά το ΚΙΝΑΛ αναφορικά με το ενδεχόμενο συμμετοχής του σε κυβέρνηση συνεργασίας. Το 29% δηλώνει πως η ηγεσία του κόμματος θα είναι καλό να εξετάσει το ενδεχόμενο συμμετοχής σε σχήμα κυβερνητικής συνεργασίας. «Ναι, αλλά μόνο υπό προϋποθέσεις», δηλώνει το 36%, ενώ αρνητικά τάσσεται το 24% των ερωτηθέντων. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι όσοι δηλώνουν πως προτίθενται να ψηφίσουν ΚΙΝΑΛ στις επόμενες εκλογές αυτοπροσδιορίζονται κυρίως στον χώρο της Κεντροαριστεράς (40%) και του Κέντρου (38%), καθώς επίσης ότι το ΚΙΝΑΛ έχει σχεδόν ισόποσες εισροές από ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ.

Από τη μελέτη των ερευνών προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι το ΠΑΣΟΚ έβαλε φρένο στις μετακινήσεις ψηφοφόρων από τον ΣΥΡΙΖΑ προς τη ΝΔ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η διαρροή αυτή είχε αγγίξει ακόμη και το 12%. Μιλάμε για ψηφοφόρους του εκσυγχρονιστικού μπλοκ, που είχαν δει με θετικό βλέμμα την πολιτική προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ και μετά απογοητεύτηκαν.

Ο «φυσικός» ηγέτης

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που θεωρεί τον εαυτό του ως τον φυσικό ηγέτη αυτού του χώρου, θα δώσει σκληρή μάχη προκειμένου να διατηρήσει το προβάδισμά του. Το παιχνίδι θα κριθεί στην οικονομία, καθώς αναδεικνύεται μεγαλύτερο «αγκάθι» και από την πανδημία. Η αντιμετώπιση των ανατιμήσεων και της ακρίβειας, που μαστίζει την ελληνική κοινωνία –ανάλογα με το πότε θα γίνουν οι εκλογές–, μπορεί είτε να του δώσει τη νίκη είτε ένα εφιαλτικό εκλογικό αποτέλεσμα.

Εσωκομματικές αγκυλώσεις

Ο Αλέξης Τσίπρας στρέφει το βλέμμα του στην πτέρυγα της Κεντροαριστεράς, που θεωρεί ότι μπορεί να ανανεώσει τη σχέση εμπιστοσύνης με αυτό το κοινό. Η συγκρότηση του «think tank» με καταξιωμένα πρόσωπα που διαπνέονται από μια έντονη τεχνοκρατική αντίληψη ήταν ένα θετικό βήμα αλλαγής πλεύσης, αλλά μέχρι τώρα δεν έχει φανεί η λειτουργικότητά του. Βαρίδι σε αυτή την πορεία είναι και οι εσωκομματικές αγκυλώσεις που εκπέμπουν προς τα έξω τα λάθος μηνύματα. Στην Κουμουνδούρου θεωρούν ότι το πεδίο της οικονομίας είναι προνομιακό για να στριμώξουν την κυβέρνηση. Το επόμενο διάστημα θα επιχειρήσουν να αναδείξουν τις συνέπειες που έχουν οι πολιτικές της κυβέρνησης στη μεσαία τάξη και στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Παράλληλα σχεδιάζουν να αποδομήσουν το κυβερνητικό σχέδιο για την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, που αποτελεί την αιχμή του δόρατος για την υλοποίηση της κυβερνητική στρατηγικής.

Ανάμεσα σε αυτές τις μυλόπετρες βρίσκεται ένα βήμα πριν από τον απεγκλωβισμό του το ΠΑΣΟΚ. Η νέα ηγεσία σαφέστατα στοχεύει στην ίδια εκλογική δεξαμενή με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά επιλέγει για προφανείς λόγους να αντιπαρατίθεται με την κυβέρνηση. Όλα τα δημοσκοπικά στοιχεία καταγράφουν μια ανοδική πορεία με υποσχέσεις για ένα καλύτερο εκλογικό μέλλον. Το αρχικό «φλερτ» από τη ΝΔ μετεξελίχθηκε σε ένα ασφυκτικό πρεσάρισμα. Ωστόσο «τα τείχη» της Χαρ. Τρικούπη άντεξαν το σφυροκόπημα. ενώ τα ευτράπελα με τον Σπήλιο Λίβανο και τον Πέτρο Δούκα έδωσαν στη νέα ηγεσία το έδαφος για να περάσει στην αντεπίθεση.

Κυβέρνηση με όρους

Στο ΠΑΣΟΚ, τα βήματα προς το παρόν είναι δεδομένα. Ουσιαστική αντιπολίτευση χωρίς πυροτεχνήματα, που θα συνοδεύεται από στοχευμένες προτάσεις. Έμφαση θα δοθεί στην ουσιαστική επικοινωνία με τους πολίτες και με συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Στο πλαίσιο αυτό, ο Νίκος Ανδρουλάκης ανοίγει με προσεκτικό τρόπο τα χαρτιά του. Χαρακτηριστική είναι η απάντηση που έδωσε στην τελευταία του συνέντευξη στο ρ/φ ΣΚΑΪ αναφορικά με τα σενάρια μετεκλογικών συνεργασιών: «Προφανέστατα, εμείς δεν είμαστε ένα κόμμα το οποίο φιλοδοξεί να είναι πάντα στην αντιπολίτευση. Όχι. Εμείς είμαστε ένα κόμμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας που φιλοδοξεί να γίνει κυβέρνηση. Αλλά κυβέρνηση με όρους πολιτικών προτεραιοτήτων. Και οι πολιτικές μας προτεραιότητες θα είναι τέτοιες και θέλουμε ισχυρή εντολή από τον ελληνικό λαό, για να αλλάξουμε τη χώρα μας».

Στο ίδιο ύφος και η κριτική του για τους κυβερνητικούς χειρισμούς στην οικονομία και κυρίως στην αντιμετώπιση της ακρίβειας: «Η Ελλάδα είναι ενεργειακά απομονωμένη. Ένα μεγάλο θέμα της ενιαίας αγοράς δεν είναι μόνο το νόμισμα ή η κοινή κανόνες στην αγορά. Είναι να γίνουμε και ενεργειακά ένας γεωπολιτικός χώρος η Ευρώπη. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κάνουμε μια άλλη πολιτική διασύνδεση με άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε σε μεγάλες και κρίσιμες στιγμές να παίρνουμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση φτηνότερη ενέργεια. Και αν έχουμε περίσσευμα μέσα από αύξηση στο μείγμα των ΑΠΕ, να δίνουμε και εμείς ενέργεια. Θέλει μια άλλη στρατηγική. Αλλά αυτά θέλουν όραμα. Δεν μπορεί ο κ. Μητσοτάκης να έχει κάνει το Ταμείο Ανάκαμψης ένα διευρυμένο ΕΣΠΑ. Το Ταμείο Ανάκαμψης δεν είναι ΕΣΠΑ. Είναι ένα εργαλείο. Ταμείο Ανάπτυξης και ανθεκτικότητας».

Στα ύψη η συσπείρωση

Ενδεικτικό του κλίματος που επικρατεί είναι η εικόνα που δίνει μεταξύ άλλων η δημοσκόπηση της Pulse για τον ΣΚΑΪ (26-29/1). Σε ό,τι αφορά τη συσπείρωση των ψηφοφόρων, η ΝΔ βρίσκεται στο 67%, του ΣΥΡΙΖΑ στο 62% και του Κινήματος Αλλαγής στο 71%. Οι εισροές νέων ψηφοφόρων ανέρχονται στο 5,5% για τη ΝΔ, στο 4% για τον ΣΥΡΙΖΑ και στο 8,5% για το ΚΙΝΑΛ.

Στο ερώτημα ποιος είναι καταλληλότερος για πρωθυπουργός, το ποσοστό των ερωτηθέντων που απάντησαν «Κανένας από τους δύο» ανέρχεται στο 34% και εκείνων που είπαν «Δεν γνωρίζω/Δεν απαντώ» στο 5%. Παρά ταύτα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε προβάδισμα με 15 μονάδες έναντι του Αλέξη Τσίπρα.

Όταν όμως το ερώτημα γίνεται πιο συγκεκριμένο: «Ποιος από τους πολιτικούς αρχηγούς εκφράζει καλύτερα τον κεντρώο χώρο;», το 26% του δείγματος απάντησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ακολουθούν με 23% ο «Κανένας», με 22% ο Νίκος Ανδρουλάκης και με 20% ο Αλέξης Τσίπρας.

 

του Αντώνη Ι. Αντωνόπουλου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο