Δύο έρευνες την τελευταία εβδομάδα (της OPINION POLL και της MARC) κατέγραψαν το κοινωνικό κλίμα και τους πολιτικούς συσχετισμούς με ποσοστά που βρίσκονται πολύ κοντά. Ποια είναι δύο βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν;

Πρώτον, ότι το πρόβλημα της ακρίβειας επιλέγεται πρώτο και με μεγάλη διαφορά από τους πολίτες ως το βασικό πρόβλημα που τους απασχολεί, με την πανδημία του κορονοϊού να υποχωρεί στη δεύτερη θέση. Ένας στους δύο πολίτες δηλώνουν ότι αυτό είναι το πρόβλημα που τους απασχολεί. Λογικό. Οι έρευνες απλά αποτυπώνουν μέσα από τα ποσοστά πόσο εκρηκτικές διαστάσεις παίρνει.

Δεύτερο, ότι βρισκόμαστε πια, όχι μπροστά σε ένα ασθενικό δικομματισμό με ένα κόμμα (τη ΝΔ) να έχει αυξημένα ποσοστά και το δεύτερο (ΣΥΡΙΖΑ) να ακολουθεί με μεγάλη διαφορά, να δείχνει ότι δεν έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει την πρωτιά, αλλά μπροστά σε τριγωνοποίηση του πολιτικού σκηνικού λόγω της ενίσχυσης των δημοκοπικών ποσοστών του ΚΙΝΑΛ που δείχνει να τείνει προς σταθεροποίηση στα πιο υψηλά ποσοστά, αν και το φαινόμενο χρειάζεται ακόμα παρακολούθηση. Αυτά τα δύο νέα δεδομένα επιδρούν και θα επιδράσουν ανάλογα με την εξέλιξή τους τις πολιτικές διεργασίες το επόμενο διάστημα.

Ιδιαίτερα για την ακρίβεια αποτυπώνονται κάποια ενδιαφέροντα και αλληλοσυμπληρούμενα στοιχεία. Σύμφωνα με την έρευνα της MARC το 49% θεωρεί ότι τα μέτρα της κυβέρνησης βρίσκονται προς σωστή κατεύθυνση, αλλά το 82,5% τα θεωρεί ανεπαρκή. Λογικό αν σκεφτεί κάποιος την πίεση που δέχεται ένα μέσο νοικοκυριό. Στην έρευνα της OPINION POLL το 67,9% δηλώνει ότι με δυσκολία μπορεί να πληρώνει τους λογαριασμούς της ενέργειας και το 11,6% ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί, το 76,4% σημειώνει ότι βρίσκει πολύ και αρκετά ανεβασμένες τις τιμές καταναλωτικών προϊόντων όταν πηγαίνει να ψωνίσει, ενώ από την άλλη το 80,7% θεωρεί θετικό το μέτρο μείωσης του ΕΝΦΙΑ και αυτά οδηγούν σε ένα «πολιτικό λογαριασμό» για την κυβέρνηση ένα 27,4% να δηλώνει πολύ και αρκετά ικανοποιημένο από τη συνολική πολιτική της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας.

Υπάρχει επομένως ένα βαρύ κλίμα και ένα χαμηλό ποσοστό ικανοποίησης από την πολιτική της κυβέρνησης στο συγκεκριμένο θέμα. Πολλοί βιαστικοί θα περίμεναν μια κατάρρευση της κυβέρνησης, όπως και τον Σεπτέμβριο περίμεναν να καταγράφουν οι έρευνες μια κυβέρνηση σε αποδρομή λόγω των πυρκαγιών. Ωστόσο παρά τις φθορές που υπάρχουν στην κυβέρνηση τα επόμενα στοιχεία δεν στηρίζουν μια τέτοια εκτίμηση. Το 37,5% δηλώνει ικανοποιημένο από το συνολικό έργο και το 48.1% ικανοποιημένο από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη (OPINION POLL).

Aν, δε, κοιτάξουμε την πρόθεση ψήφου και των δύο ερευνών τα ποσοστά είναι για τη ΝΔ 31,2% – 31,5%, για τον ΣΥΡΙΖΑ 19,6%- 21%, για το ΚΙΝΑΛ 14,2% – 14,6% κ.λπ. Εν ολίγοις η ΝΔ με ορατές τις φθορές, προηγείται με 11% κατά μέσο όρο. Αναφερόμαστε σε απλή πρόθεση ψήφου, γιατί αν δούμε την πρόθεση επί των εγκύρων ή επιδιώκαμε να καταλήξουμε σε μια εκτίμηση ψήφου, η διαφορά μεγαλώνει, η δε ΝΔ δεν έχει μεν αυτή τη στιγμή ποσοστό που να της εξασφαλίζει την αυτοδυναμία σε δεύτερες εκλογές αλλά δεν βρίσκεται και πάρα πολύ μακριά από αυτό.

Οπωσδήποτε μιλάμε για μια εικόνα της στιγμής. Τυχόν μακροχρόνια ειδικά παράταση αυτής της κατάστασης δεν θα άφηνε ασφαλώς αναλλοίωτους τους πολιτικούς συσχετισμούς. Ωστόσο το πολιτικό συμπέρασμα αυτή τη στιγμή είναι σαφές. Οι πολίτες στηρίζουν την κυβέρνηση ή εν πάση περιπτώσει την επιλέγουν μέχρι και σήμερα τη ΝΔ και βασικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως την πιο αξιόπιστη δύναμη να κυβερνήσει.

Τονίζουμε τον ρόλο του πρωθυπουργού σ’ αυτό το πολιτικό αποτέλεσμα αφού παρουσιάζει μόνιμα 8% – 10% περισσότερο βαθμό ικανοποίησης απ’ ότι η κυβέρνησή του. Άλλωστε στην ερώτηση τι κυβέρνηση θα θέλατε να προκύψει μετά από εκλογές το άθροισμα μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης Ν.Δ και μιας Κυβέρνησης ΝΔ – ΚΙΝΑΛ ξεπερνάει το 40%, ενώ το άθροισμα μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και μιας τυχόν κυβέρνησης συνεργασίας ΝΔ – ΚΙΝΑΛ βρίσκεται πιο χαμηλά από το 30%.

Aυτό δεν οφείλεται μόνο στην ικανότητα του Κ. Μητσοτάκη και της κυβέρνησης. Στο ερώτημα που οφείλεται, η απάντηση είναι στην εικόνα μονόδρομου διακυβέρνησης που υπάρχει, λόγω της τεράστιας αδυναμίας της αντιπολίτευσης και κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ «να εισπράξει», να πείσει. Μόνο το 11,7% είναι ικανοποιημένο από την αντιπολιτευτική τακτική του και αυτό τονίζει εμφαντικά το πρόβλημα που έχει.

Υπάρχει επομένως μια κυβέρνηση που δείχνει να έχει πυξίδα και που με λάθη, ολιγωρίες, ατολμίες πείθει απείρως περισσότερο από μια αξιωματική αντιπολίτευση που με νωπή την προβληματική διακυβέρνηση της χώρας από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ απλά πετροβολάει και περιγράφει μια χώρα όπου οι πολίτες πεθαίνουν στους δρόμους και όσοι γλυτώνουν, πεινάνε. Έτσι δεν μπορεί να πείσει. Ταυτόχρονα υπάρχει το ΚΙΝΑΛ που μπαίνει στο σκηνικό δυναμικά, αλλά χρειάζεται πολύ δουλειά για να πείσει για τον προγραμματικό του ρόλο και το αφήγημά του.

Λένε και έτσι ακριβώς είναι, ότι το παιχνίδι παίζεται στο Κέντρο. Στο παιχνίδι αυτό μέχρι πρόσφατα απόλυτος κυρίαρχος εμφανιζόταν ο Κυρ. Μητσοτάκης, που τώρα είναι και πάλι ισχυρός, με τον Ν. Ανδρουλάκη να δείχνει ότι διεκδικεί «κομμάτι της πίτας», αλλά τον Αλ. Τσίπρα να χάνει κι άλλο έδαφος. Πώς λοιπόν να πλησιάσει ο ΣΥΡΙΖΑ; Δεν πιστεύω ότι αυτό προκαλεί εντύπωση.

Το Κέντρο δεν το πλησιάζεις με πολακισμό, ούτε με κενές περιεχομένου εξαλλοσύνες. Πριν απ’ όλα όμως δεν το πλησιάζεις ανασύροντας από ένα ξεπερασμένο από τη ζωή μπαούλο θέσεων προτάσεις από το παρελθόν. Ποιον να πείσεις όταν απέναντι στην ενεργειακή κρίση «ανακαλύπτεις» και πάλι τη δημόσια ΔΕΗ και απέναντι στην οικονομική κρίση αιτήματα για αυξήσεις και αυξήσεις επί των αυξήσεων και την ανάγκη επανακρατικοποίησης Τραπεζών;

Το Κέντρο δεν το διεκδικείς με θέσεις προηγούμενων δεκαετιών σε μια άλλη Ελλάδα, σε μια διαφορετική παγκόσμια πραγματικότητα. Αυτή είναι η αιτία που κάνει στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να αναζητούν εξήγηση του φαινομένου σε συνωμοσίες του συστήματος ή σε πουλημένα ΜΜΕ και δημοσκοπικές εταιρείες. Αν κάποιος δεν μπορεί να αντιληφθεί τα αδιέξοδα της πολιτικής του, οδηγείται σε λογικά αδιέξοδα.

Αυτό είναι το «μυστικό» των εμφανιζόμενων πολιτικών συσχετισμών, πάντα μέχρι αυτή τη στιγμή. Αν αυτό δεν μπορεί να γίνει κατανοητό, τίποτα δεν θα μπορεί να αλλάξει. Από την άλλη αυτό δεν μπορεί να οδηγεί σε εφησυχασμό την κυβέρνηση η οποία δεν μπορεί να στηρίζεται στην αδυναμία των άλλων, αλλά στην ανάκτηση του μεταρρυθμιστικού ρυθμού που εμφάνισε και της διαχειριστικής ικανότητάς της. Τα πολλαπλά κύματα που χτυπάνε τη χώρα (πανδημία, τουρκική επιθετικότητα, ενεργειακή κρίση και αύξηση πληθωρισμού, μεταναστευτικό κ.ά.) δεν ξέρεις ποτέ με σιγουριά που μπορεί να σε οδηγήσουν.

 

Άρθρο του Ζαχαρία Ζούπη (Πολιτικός Αναλυτής και Υπεύθυνος Ερευνών της Opinion Poll) στο liberal.gr