Στο «πηγαδάκι» που έχει στηθεί έξω από το Λαογραφικό Μουσείο Μονοπήγαδου, στο ποντιακό χωριό που βρίσκεται στα σύνορα των νομών Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής, μια ομάδα γυναικών με καθάριο βλέμμα συζητά για τις προετοιμασίες του Πάσχα, της γιορτής της ζωής, της χαράς και της ελπίδας. Είναι, άλλωστε, η ελπίδα ότι οι σειρήνες του πολέμου στην πατρίδα τους θα σιγήσουν και ο δρόμος της επιστροφής στα σπίτια τους θ’ ανοίξει, αυτή που τους δίνει δύναμη -μαζί και η παρουσία των παιδιών που ανέμελα παίζουν μπάλα δίπλα τους- ώστε να συνεχίσουν να ζουν μια… φυσιολογική καθημερινότητα (έστω και στην προσφυγιά).

Η Γελένα, η Κατερίνα και η Γιούλια, τρεις από τις γυναίκες των συνολικά εννιά οικογενειών που φιλοξενούνται στο Μονοπήγαδο, θα βάψουν κόκκινα αβγά με φλούδες κρεμμυδιών, αλλά και πράσινα με χόρτα από τις αυλές των σπιτιών που τους φιλοξενούν, και το βράδυ της Ανάστασης θα πάνε στην εκκλησία του χωριού για να ανταλλάξουν ευχές με τους ντόπιους, που από την πρώτη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στο χωριό βρίσκονται το πλευρό τους.

Η τοπική κοινωνία δεν άνοιξε απλώς τις πόρτες των σπιτιών τους για να τους φιλοξενήσει αλλά και την αγκαλιά της, απλώνοντας τα χέρια της ως προστατευτικές φτερούγες γύρω απ’ αυτούς τους ανθρώπους, που ακόμη νιώθουν τις σειρήνες να ηχούν στα αυτιά τους και τον κρότο από τις βόμβες να ταράζει το «μέσα» τους, όπως λένε.

«Μόλις είπαμε στους κατοίκους ότι υπάρχει πρόβλημα με τους πρόσφυγες, άνοιξαν τα σπίτια τους. Άλλωστε, απόγονοι προσφύγων και οι ίδιοι, έχουν αυτή την ευαισθησία μέσα τους», τονίζει, μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Μονοπήγαδου Παναγιώτης Μπατατόλης. «Τους αγκάλιασαν όλοι», λέει κι εξηγεί πως αυτή τη στιγμή φιλοξενούνται στο Μονοπήγαδο εννιά οικογένειες Ουκρανών προσφύγων (16 παιδιά και 12 ενήλικες), σε επτά σπίτια.

Τι κι αν οι περισσότεροι μιλούν μόνο ουκρανικά; Η ψυχή πάντα βρίσκει τον δικό της τρόπο επικοινωνίας και το παράδειγμα δίνουν τα ίδια τα παιδιά. Όπως ο μικρός Ιωάννης, που έχοντας στα πόδια του την ασπρόμαυρη μπάλα με το έμβλημα της αγαπημένης του ομάδας, αναζητεί εναγωνίως τον Αλεξάντερ για να ανταλλάξουν πάσες και να βάλουν γκολ. «Τού πετάω την μπάλα, μού την επιστρέφει κι όποιος βάλει τα πιο πολλά γκολ νικάει. Είναι απλό», μας εξηγεί ο Ιωάννης, όταν τον ρωτάμε με απορία πώς επικοινωνούν με τον Ουκρανό φίλο του.

Η γιαγιά Γελένα που έγινε μάνα για τα εγγόνια της ώστε να γλιτώσουν τον πόλεμο

Με το μυαλό στην Ουκρανία, όπου ο σύζυγός της δίνει μάχη με τον καρκίνο στο νοσοκομείο και η κόρη με τον γαμπρό της υπηρετούν σε κάποιου τύπου στρατιωτική δομή κι ως εκ τούτου δεν μπορούν να εγκαταλείψουν τη χώρα, η Γελένα, από τη Βίνιτσα στην κεντρική Ουκρανία, περίπου 200 χλμ. από την πρωτεύουσα Κίεβο, νιώθει ευγνωμοσύνη, όπως λέει, για τη φιλοξενία των ανθρώπων στο Μονοπήγαδο. «Είναι εξαιρετικοί άνθρωποι, νιώθω απέραντη ευγνωμοσύνη, που δεν μπορώ να την εκφράσω με λόγια», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Η κόρη της επέλεξε να τους φέρει στη βόρεια Ελλάδα επειδή μόλις το περασμένο καλοκαίρι, όταν τίποτα δεν προμήνυε τη λαίλαπα του πολέμου, η ίδια και η οικογένειά της απόλαυσαν ξέγνοιαστες διακοπές στη Χαλκιδική. Το οικείο γι’ αυτήν, αλλά κυρίως για τα παιδιά της περιβάλλον, ήταν αυτό που την έκανε να τα φέρει -μαζί με τη μητέρα της ώστε να τα προσέχει- αρχικά στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στο Μονοπήγαδο.

«Η ζωή εδώ είναι πολύ ωραία. Ό,τι θέλουμε, μας το φέρνουν και μας προσέχουν. Ο Παναγιώτης, η Κατερίνα, η Μαίρη, ο Γιάννης, η Κική -όλοι άνθρωποι του χωριού- έχουν λύση για κάθε μας πρόβλημα», τονίζει.

«Περνάμε πολύ ωραία εδώ, παίζουμε και παρακολουθώ και μαθήματα online με τους δασκάλους μου», παρεμβαίνει στη συζήτηση ο εγγονός της Γελένα, προτού επιστρέψει στο παιχνίδι με τους φίλους του.

Η γιαγιά του χαμογελάει αλλά το πρόσωπό της «σκοτεινιάζει» ξαφνικά, όταν τη ρωτάμε για τις εικόνες που της μεταφέρει η κόρη της, με την οποία μιλάνε καθημερινά, από την Ουκρανία. «Τίποτα καλό. Συνεχίζονται οι βομβαρδισμοί. Μόνο σκοτάδι…», απαντά. «Ξέρετε, εμείς ανήκουμε στη μεσαία τάξη. Όμως η ζωή ήταν ωραία και κάθε χρόνο είχαμε τη δυνατότητα να πηγαίνουμε διακοπές. Το βιοτικό μας επίπεδο ήταν υψηλότερο απ’ ό,τι στη Ρωσία», σημειώνει με νοσταλγία.

Παρά τον ζόφο του πολέμου, που αυτή τη στιγμή καλύπτει κάθε της σκέψη, δεν εγκαταλείπει βαθιά μέσα της την ελπίδα και πιστεύει πως μια μέρα θα επιστρέψει στο σπίτι και την υπόλοιπη οικογένειά της.

Η Κατερίνα που είχε έρθει χρόνια πριν στην Ελλάδα ως εργαζόμενη κι επέστρεψε ως πρόσφυγας

Αν κι έχει περάσει το «κατώφλι» των 30, η νεαρή με τα πλούσια μακριά μαλλιά, το αψεγάδιαστο πρόσωπο και το πλατύ χαμόγελο, κρατάει με το ένα χέρι τη μεγάλη της κόρη και κουνάει με το άλλο το καρότσι με το μόλις τριών μωρό της. Η Κατερίνα έχει συμπληρώσει ήδη έναν μήνα στην Ελλάδα και, όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η επιλογή της να έρθει στη χώρα μας και ιδιαίτερα στη βόρεια Ελλάδα ήταν πέρα για πέρα συνειδητή, αφού δούλευε κάποια χρόνια πριν στον Άγιο Μάμα ως υπάλληλος μεγάλου ταξιδιωτικού οργανισμού της Θεσσαλονίκης, με ειδίκευση σε ταξίδια από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.

«Εδώ είναι όλα καλά -η μεγάλη μου κόρη πήγε στον παιδικό σταθμό, στο μωρό έκανα εμβόλια- αλλά η σκέψη μου είναι στον άνδρα μου, το σπίτι μου και την πατρίδα μου», λέει.

Στην καθημερινή επαφή της με τον σύζυγό της, πέραν των συζητήσεων για τα παιδιά και την καθημερινότητά τους στο Μονοπήγαδο, κυριαρχεί και η αγωνία να σταθεί η πατρίδα τους στα πόδια της, με τον άνδρα της, ο οποίος ασχολείται με τον αγροτικό τομέα (πώληση σπόρων κά) να της μεταφέρει τις προσπάθειες που γίνονται να συνεχιστεί η καλλιέργεια της γης. «Μού είπε ότι έγινε η σπορά, παρά το γεγονός ότι υπάρχει πρόβλημα με τους σπόρους, ενώ όσοι θέλουν να καλλιεργήσουν το χωράφι τους, το εξετάζουν πρώτα για τυχόν νάρκες», αναφέρει η 30χρονη, που δηλώνει βέβαιη πως «στο τέλος θα νικήσουμε».

Μια μεγάλη αγκαλιά αλληλεγγύης

«Οι ανάγκες των οικογενειών των Ουκρανών προσφύγων στο Μονοπήγαδο είναι ίδιες μ’ αυτές μιας οποιαδήποτε οικογένειας», λέει ο πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου του χωριού κ. Μπατατόλης, όταν τον ρωτάμε τι χρειάζονται οι άνθρωποι αυτοί στην καθημερινότητά τους, στο χωριό.

Εξηγεί δε ότι καλύπτονται εν μέρει από το Κοινωνικό Παντοπωλείο του Δήμου Θέρμης, από δωρεές διαφόρων εταιρειών, την ΑΡΣΙΣ (με μαθήματα ελληνικών δυο φορές την εβδομάδα), το Πολιτιστικό Κέντρο Θέρμης (δημιουργική απασχόληση), τους απλούς πολίτες κά.

«Κάνουμε ό,τι μπορούμε για να απαλύνει ο πόνος του πολέμου και της προσφυγιάς», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Μπατατόλης, το τηλέφωνο του οποίου χτυπά κάθε φορά που κάποια εταιρεία, φορέας ή πολίτης θέλει να προσφέρει τη δική του συνεισφορά αγάπης.

«Μέσα από τις αναρτήσεις μας στα social media του Συλλόγου (ttps://www.facebook.com/pol.sull.monopigadou), ενημερώνουμε για τις ανάγκες των οικογενειών αυτών και δεχόμαστε μηνύματα και κλήσεις για βοήθεια», καταλήγει ο πρόεδρος του δραστήριου Πολιτιστικού Συλλόγου Μονοπήγαδου.

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ