Γιατί το αποτέλεσμα με απλή αναλογική διαμορφώνει το εκλογικό τοπίο – Όλα όσα δείχνουν τα γκάλοπ

Γιατί οι εκλογές της πρώτης Κυριακής, που θα διεξαχθούν την άνοιξη του 2023 με το σύστημα της απλής αναλογικής, αποτελούν τη «μητέρα όλων των μαχών», κατά πως τις έχουν χαρακτηρίσει πολιτικοί παρατηρητές και εκλογικοί αναλυτές; Γιατί ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θεωρεί την πρώτη εκλογική αναμέτρηση μεαπλή αναλογική ως «την πλέον κρίσιμη των εκλογικών αναμετρήσεων» και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας ως «ιδιαιτέρως και απόλυτα καθοριστική»;

Το στίγμα της απάντησης δίνουν οι ίδιοι οι πολιτικοί αρχηγοί. Ο μεν πρωθυπουργός, υποστηρίζοντας ότι «το κατ’ αυτήν αποτέλεσμα θα διαμορφώσει σε σημαντικό βαθμό το εκλογικό τοπίο», ο δε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης τονίζοντας πως «όποιος χάσει τις πρώτες εκλογές χάνει το τρένο των εξελίξεων». Ποιο θα είναι όμως, με βάση τα σημερινά δεδομένα, το εκλογικό τοπίο που θα διαμορφωθεί την πρώτη Κυριακή των επόμενων εκλογών και ποιος αναμένεται να χάσει το «τρένο των εξελίξεων»;

Τα δύο ενδεχόμενα

Να τονιστεί εξ αρχής ότι είναι κανόνας στην πολιτική επιστήμη ότι το εκλογικό σύστημα δεν καθορίζει μόνο την κατανομή των εδρών αλλά και την εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων, η οποία σε πολλές περιπτώσεις επηρεάζεται από τις περιόδους κρίσης. Δυο είναι τα βασικά ενδεχόμενα σε περιόδους κρίσης. Είτε ενισχύονται τα «συστημικά» πολιτικά κόμματα, που έχουν ασκήσει εξουσία και κρίνονται για την επάρκειά τους στη διαχείριση κρίσεων (εν προκειμένω στην Ελλάδα μιλάμε για ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ), είτε ενισχύονται οι λεγόμενες αντισυστημικές δυνάμεις, που συνήθως κινούνται στα δύο άκρα του πολιτικού συστήματος. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (εσχάτως Ιταλία, αλλά και Γαλλία, Σουηδία) παρατηρείται ήδη άνοδος των αποκαλούμενων αντισυστημικών δυνάμεων, με ενίσχυση κυρίως της άκρας Δεξιάς. Το τι θα συμβεί στη χώρα μας με την προκήρυξη των εκλογών την άνοιξη του 2023 εξαρτάται από την ένταση, τη χρονική διάρκεια της κρίσης, αλλά και από τη συμπεριφορά των ίδιων των πολιτικών δυνάμεων, η οποία θα κρίνει τελικά την αντοχή τους.

Μεγάλη προσοχή στη «χαλαρή» ψήφο

Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι προσεχείς εθνικές εκλογές θα είναι οι πρώτες μετά από μακρύ χρονικό διάστημα (από τον Ιούνιο του 2019) και επίσης οι πρώτες μετά την κρίση της πανδημίας (και εν μέσω της κρίσης της ακρίβειας). Άρα θα προσφέρονται για την έκφραση δυσαρέσκειας από τους πολίτες. Το γεγονός επίσης ότι οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με το σύστημα της απλής αναλογικής ευνοεί τη λεγόμενη «χαλαρή» ψήφο. Οι ψηφοφόροι, γνωρίζοντας ότι με απλή αναλογική δεν πρόκειται να σχηματιστεί κυβέρνηση και ότι θα ακολουθήσουν αμέσως εκλογές με ενισχυμένη, είναι πιθανό να επιλέξουν πιο εύκολα στην πρώτη κάλπη μικρότερα κόμματα. Ένα χαμηλό ποσοστό για το πρώτο κόμμα στις πρώτες εκλογές, όμως, μπορεί να δυσκολέψει πολύ την επίτευξη της αυτοδυναμίας στις δεύτερες. Και όπως εκτιμά η Πειραιώς, την πρώτη Κυριακή ο ελληνικός λαός θα πρέπει να επιλέξει με την ψήφο του αν στη σημερινή πολιτική συγκυρία θέλει να δώσει τη δυνατότητα στη Νέα Δημοκρατία να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση και η χώρα να έχει πολιτική σταθερότητα ή να ανοίξει παράθυρο για διεύρυνση του σεναρίου μιας εκλογικής συνεργασίας μετά τις δεύτερες εκλογές.

Αυτοδυναμία

Με βάση τα συμπεράσματα των δημοσκοπήσεων που διενεργήθηκαν τις τελευταίες ημέρες και ειδικότερα των δημοσκοπικών ερευνών που έγιναν μετά τις εμφανίσεις των πολιτικών ηγετών στη ΔΕΘ, είναι δυνατόν να σχηματισθεί κυβέρνηση από την πρώτη Κυριακή των προσεχών εκλογών της απλής αναλογικής;

Έγκυροι εκλογικοί ερευνητές, που επεξεργάστηκαν τα ευρήματα των δημοσκοπικών ερευνών, καταλήγουν στα εξής συμπεράσματα:

• Χωρίς τη συμμετοχή του πρώτου κόμματος (στην προκειμένη περίπτωση της ΝΔ, η οποία σύμφωνα με όλες τις μέχρι τώρα ενδείξεις θα είναι η νικήτρια των εκλογών), το σενάριο της συγκρότησης κυβέρνησης από την «πρώτη κάλπη» της απλής αναλογικής δύσκολα μπορεί να υλοποιηθεί. Όπως δεν μπορεί να ευοδωθεί και το σενάριο της «κυβέρνησης τερατογένεσης» χωρίς τη σύμπραξη του ΚΚΕ. Υπό τις σημερινές συνθήκες και με το άθροισμα των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ και του ΜέΡΑ 25 να κυμαίνεται από 44% έως 46%, ο αριθμός των βουλευτών που μπορεί να εκλέξουν θα είναι από 142 έως 148 και άρα χωρίς τη σύμπραξη του Περισσού κυβέρνηση που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής δεν μπορεί να σχηματιστεί. Άλλωστε, από τότε που ο Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε γι’ αυτό το ενδεχόμενο, κάνοντας λόγο για «πολιτική τερατογένεση», ο γενικός γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας επανειλημμένα τόνισε ότι το κόμμα του δεν πρόκειται ούτε να συμμετάσχει ούτε να στηρίξει ένα τέτοιο σχήμα.

•Εάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης προχωρούσε στην αλλαγή του εκλογικού συστήματος, τα «κέρδη» θα ήταν ελάχιστα. Δεν θα λυνόταν αυτομάτως το ζήτημα της αυτοδυναμίας, εφόσον είχε επιλεγεί η επαναφορά του συστήματος της ενισχυμένης αναλογικής με το μπόνους των 50 εδρών υπέρ του πρώτου κόμματος, ακόμη και με διαφορά μίας ψήφου από το δεύτερο. Αν στις δημοσκοπικές επιδόσεις του τελευταίου διαστήματος εφαρμοζόταν ο «νόμος Παυλόπουλου», το σύστημα που εφαρμόστηκε σε πολλές εκλογικές αναμετρήσεις, με τελευταία αυτή του 2019, η κυβερνητική παράταξη με ποσοστά μεταξύ 34% και 36,5% θα καταλάμβανε από 142 έως 148-150 έδρες.

•Με λίγο πάνω από το 38%το κυβερνών κόμμα θα μπορέσει να καλύψει την απόσταση ανάμεσα στην πρώτη και στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, έτσι ώστε να υπερβεί τον πήχη της αυτοδυναμίας. Εξαρτάται και από άλλους παράγοντες (πόσα κόμματα θα εισέλθουν στη Βουή, πόσα θα μείνουν εκτός, ποια η διαφορά πρώτου και δεύτερου κόμματος), αλλά με ένα ποσοστό γύρω στο 39% στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση το πρώτο κόμμα(ΝΔ) θα είναι σε θέση να εκλέξει πάνω από 151 βουλευτές και να σχηματίσει ισχυρή κυβέρνηση.

Η σημασία της διαφοράς

Ένα στοιχείο που θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη στον δρόμο προς τη δεύτερη Κυριακή και με στόχο την πολιτική σταθερότητα, είτε μέσω (κυρίως) αυτοδυναμίας είτε με ισχυρή κυβέρνηση συνεργασίας, είναι η διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος την πρώτη Κυριακή των εκλογών. Δεν υπάρχει πιο λανθασμένη ανάγνωση της πολιτικής πραγματικότητας από αυτήν που εστιάζει διαρκώς στη διαφορά ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ στην πρόθεση ψήφου. Μπορεί κάποιοι να ενθουσιάζονται κάθε φορά που ένα γκάλοπ δίνει ως τίτλο τη μεγάλη ακόμη και «διψήφια διαφορά» αλλά στην ουσία αυτό, για την περίπτωση της αυτοδυναμίας, είναι απολύτως…αδιάφορο. Αν η ΝΔ παίρνει 31% και ο ΣΥΡΙΖΑ 21%, κάποιοι ενδεχομένως πανηγυρίζουν χωρίς λόγο. Πολύ απλά, γιατί με 31% μπορεί να κοιτάζεις με τα κιάλια τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά κοιτάζεις ταυτόχρονα με τα κιάλια και την αυτοδυναμία. Αντίθετα, αν το ποσοστό της ΝΔ προσεγγίζει το 38% και ο ΣΥΡΙΖΑ παίρνει έστω και λίγο πάνω από το 31,5%, που πήρε στις τελευταίες εκλογές, τότε υπάρχουν βάσιμοι λόγοι αισιοδοξίας.

Υπάρχει περίπτωση η εμφάνιση νέων κομμάτων να αλλάξει δραματικά τον πολιτικό χάρτη; Η απλή αναλογική έχει και πάλι το όριο του 3% για την είσοδό τους στη Βουλή. Βέβαια, ευνοεί τον σχηματισμό νέων κομμάτων που θα επιζητήσουν όχι μόνο την είσοδό τους στη Βουλή, αλλά, αν αυτό το πετύχουν, να διαπραγματευθούν τη συνεργασία τους με τη Νέα Δημοκρατία ή τον ΣΥΡΙΖΑ μετά τις δεύτερες εκλογές, για τον σχηματισμό συμμαχικής κυβέρνησης.

«Καταστροφή» οι τρίτες εκλογές

Το τελευταίο διάστημα και λόγω της μεσολάβησης του θέματος των παρακολουθήσεων της ΕΥΠ,στο κυβερνητικό στρατόπεδο επικρατεί η βεβαιότητα ότι «ναυάγησαν» οι όποιες πιθανότητες για κυβέρνηση συνεργασίας, που ενδεχομένως σχηματισθεί την πρώτη ή την δεύτερη Κυριακή, μετά τη ρήξη στις σχέσεις της κυβερνητικής παράταξης με την ηγεσία της Χαριλάου Τρικούπη. Στο Μέγαρο Μαξίμου θεωρούν ότι η στάση την οποία τηρεί ο Νίκος Ανδρουλάκης έρχεται σε αντίθεση με τη βούληση των ψηφοφόρων του δικού του χώρου, όπως αυτή καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις.

Στην Πειραιώς εκτιμούν ότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ παραγνωρίζει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκεται ψηλά στην εκτίμηση της μεγάλης πλειονότητας τόσο των παλαιών όσο και των νεότερων ψηφοφόρων του Κινήματος Αλλαγής, οι οποίοι είχαν και εξακολουθούν να έχουν ισχυρά αντι-ΣΥΡΙΖΑ ανακλαστικά. Γι՚ αυτό και η άποψή τους είναι ότι «όσο ο Νίκος Ανδρουλάκης τραβάει το σκοινί, κάνοντας συνεχείς μονομέτωπες επιθέσεις κατά της κυβέρνησης, πέφτει στην αγκαλιά του ΣΥΡΙΖΑ, και αυτό δεν είναι προς το συμφέρον του».

Οι «κεντρώες», εξάλλου, προσεγγίσεις τις οποίες, όπως επισημαίνουν συνεργάτες του πρωθυπουργού, έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τις τοποθετήσεις του στα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα, δίνοντας έμφαση στα δικαιώματα και την προστασία των αδυνάμων, εκτιμάται ότι αφενός συνιστούν δείγμα γραφής των πρωθυπουργικών επιδιώξεων και, αφετέρου, ευνοούν τα σχέδια της κατάκτησης της αυτοδυναμίας από τη ΝΔ.

Ο πρωθυπουργός διασκεδάζει επίσης με τις εντυπώσεις που έχει δημιουργήσει το τελευταίο διάστημα η φημολογία ότι έχει έρθει κοντά με την Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου προκειμένου να εξασφαλίσει την απαραίτητη στήριξη για να σχηματίσει κυβέρνηση, εφόσον δεν εκλέξει 151 βουλευτές. «Καθόλου κοντά», ήταν η μάλλον κοφτή απάντηση που έδωσε στο σχετικό ερώτημα στη διάρκεια της συνέντευξή το στη ΔΕΘ. Απαντώντας με τη λέξη «καθόλου» στο ερώτημα για το «πόσο κοντά είναι με τον κ. Βελόπουλο», ο πρωθυπουργός εξήγησε –για μία ακόμη φορά, όπως είπε– ότι «αυτοδύναμη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη μονοκομματική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας».

Συμπληρώνοντας αμέσως μετά πως «έχουμε αποδείξει ότι έχουμε τη δυνατότητα, ως Νέα Δημοκρατία, να εντάσσουμε στελέχη στην κυβέρνησή μας που δεν προέρχονται ιστορικά από τη Νέα Δημοκρατία». Αν και δεν το είπε ευθέως, ο πρωθυπουργός έδωσε με τον τρόπο αυτό το στίγμα των προθέσεών του, που είναι ότι δεν θα οδηγηθεί η χώρα σε τρίτες, κατά σειρά, κάλπες, αν μετά τη δεύτερη αναμέτρηση το κόμμα του απέχει λίγο από τον στόχο της αυτοδυναμίας. «Ο ελληνικός λαός θα κρίνει τελικά και θα επιλέξει αν θέλει να δώσει τη δυνατότητα στη Νέα Δημοκρατία να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση ή αν θα αναγκαστούμε μετά τις δεύτερες εκλογές να διερευνήσουμε το σενάριο μιας εκλογικής συνεργασίας», είναι η θέση την οποία εξέφρασε και θα εξακολουθήσει να υποστηρίζει.

 

του Φώτη Σιούμπουρα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο