Για την τραυματική εμπειρία που είχε ως παιδί την περίοδο της δικτατορίας και για την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη μιλάει στο «Π» η Σοφία Βούλτεψη. Σε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη, η υφυπουργός μοιράζεται μαζί μας αναμνήσεις από τη γνωριμία της με τον αείμνηστο Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και από τα πρώτα χρόνια στη δημοσιογραφία.

Πώς κρίνετε τη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο μεταναστευτικό ζήτημα;

Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πάντα μια στρεβλή, ιδεοληπτική και βλαπτική για τη χώρα άποψη για το μεταναστευτικό. Δεν το αντιμετωπίζουν ως ζήτημα εθνικής ασφάλειας και εθνικής κυριαρχίας, αλλά ως μέσο για να αποδείξουν ότι έχουν το μονοπώλιο του ανθρωπισμού. Με γενικά προσκλητήρια προκάλεσαν την προσφυγική κρίση του 2015-2016. Θυμίζω ότι ο πόλεμος στη Συρία ξεκίνησε το 2011 και βρέθηκε στην κορύφωσή του το 2012 και το 2013, ενώ ήδη από το φθινόπωρο του 2014 είχε αρχίσει η ύφεση. Γιατί δεν συνέβη τέτοια κρίση επί κυβέρνησης Σαμαρά; Τώρα, που με την κυβέρνηση Μητσοτάκη καταφέρνουμε συγχρόνως να προστατεύουμε και τα σύνορα και τους ανθρώπους, συντάσσονται με τις ΜΚΟ που καταγγέλλουν την Ελλάδα και μεταφέρουν τα επιχειρήματα της Τουρκίας. Με τη διαφορά ότι οι ίδιοι προκάλεσαν το χάος και το αίσχος της Ειδομένης. Είναι αυτοί που άφησαν απροστάτευτα χιλιάδες ασυνόδευτα παιδιά. Αυτό δεν είναι ανθρωπισμός. Είναι υποκρισία.

Είσαστε από τα πρόσωπα που αποτελούν «κόκκινο πανί» για τον ΣΥΡΙΖΑ. Έχετε μετανιώσει για δηλώσεις σας;

Δεν αντιλαμβάνομαι σε ποιες δηλώσεις αναφέρεστε. Αυτό που ξέρω είναι πως ό,τι έχω πει, έχει επιβεβαιωθεί. Και πως, για να μη συμβούν αυτά για τα οποία είχα προειδοποιήσει, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ υπέγραψαν το χειρότερο μνημόνιο και μια σειρά ενδιάμεσες συμφωνίες, με αποτέλεσμα να κόψουν το ΕΚΑΣ και τις συντάξεις από τις χήρες και τα ορφανά, να φέρουν στην Ελλάδα τα ξένα funds, να ψηφίσουν τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς.

Σε όλες τις δημοσκοπήσεις καταγράφονται η ανησυχία και η δυσαρέσκεια των πολιτών για την ακρίβεια. Εσείς τι μηνύματα λαμβάνετε από την επαφή σας με τους πολίτες;

Προφανώς, οι πολίτες ανησυχούν και ταλαιπωρούνται. Ωστόσο, αναγνωρίζουν ότι όλες οι κρίσεις των τελευταίων χρόνων είναι εισαγόμενες. Αναγνωρίζουν επίσης ότι η κυβέρνηση κάνει ό,τι μπορεί και ακόμη περισσότερο για να μειώνει τους κραδασμούς και τις επιπτώσεις στην ελληνική κοινωνία. Ο ΣΥΡΙΖΑ ελληνοποιεί όλες τις κρίσεις για καθαρά προπαγανδιστικούς λόγους. Αλλά ο κόσμος έχει κρίση και είναι σε θέση να συγκρίνει.

Σας προβληματίζει η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη; Υπάρχει φόβος να το ζήσουμε και στην ελληνική πραγματικότητα;

Όλοι προβληματιζόμαστε. Και σίγουρα αυτά τα φαινόμενα είναι ανησυχητικά, διότι αυτή την κρίσιμη ώρα η Ευρώπη χρειάζεται περισσότερο από ποτέ να είναι ενωμένη και να παίρνει κοινές αποφάσεις. Ωστόσο στην Ελλάδα δεν βρισκόμαστε εκεί. Την περάσαμε αυτήν την… παιδική ασθένεια και είδαμε τα αποτελέσματα. Πρέπει, όμως, να σας πω ότι πολλά από αυτά τα φαινόμενα οφείλονται στα εκλογικά συστήματα, κυρίως σε αυτό της απλής αναλογικής που δημιουργεί προϋποθέσεις για ασταθείς κυβερνήσεις, προσφέροντας στους ακροδεξιούς και στους λαϊκιστές τη δυνατότητα να γίνονται ρυθμιστές. Τέτοιες διαλυτικές καταστάσεις, τέτοιες τερατογενέσεις, όπως προσφυώς ανέφερε ο πρωθυπουργός, ονειρεύεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Και γι’ αυτό πρέπει να πάρει την απάντηση στην πρώτη κάλπη.

Ως παιδί, πώς βιώσατε την περίοδο της χούντας;

Τραυματική εμπειρία. Περάσαμε πολύ δύσκολα. Ο πατέρας μου διέφυγε τη σύλληψη, αλλά για μήνες κρυβόταν, και το σπίτι μας στο Παλαιό Φάληρο ήταν συνεχώς «ζωσμένο» από αστυνομικούς. Τη νύχτα του πραξικοπήματος, η μητέρα μου οδήγησε τον πατέρα μου σε φιλικό σπίτι και ήμουν μόνη με τη γιαγιά μου όταν όρμησαν για να τον συλλάβουν. Βρέθηκα με ένα περίστροφο στην πλάτη. Τους άκουγα να φωνάζουν «βγες έξω, κρατάμε την κόρη σου!». Η γιαγιά μου, που είχε ζήσει τη Γενοκτονία και τον πόλεμο, ορμούσε κατά πάνω τους, προσπαθώντας να με αποσπάσει από τα χέρια τους, με εμένα να κλείνω τα μάτια και να ψελλίζω «μη γιαγιά, μη γιαγιά».

Ο πατέρας σας είχε κυνηγηθεί από τη χούντα. Τι συνέπειες είχε αυτό για την οικογένειά σας;

Ο πατέρας μου διέφυγε στην Ιταλία και μείναμε χωρίς κανένα εισόδημα. Ζούσαμε από τις μικρές συντάξεις των Πόντιων παππούδων μου. Μας διέγραψαν από την ΕΣΗΕΑ και τον ασφαλιστικό μας φορέα, τον ΕΔΟΕΑΠ. Μείναμε χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Κάποτε αρρώστησα πολύ, έπρεπε να νοσηλευτώ, η μητέρα μου φοβήθηκε πως θα πέθαινα. Ήταν τότε που πήρε την κατάσταση στα χέρια του ο αείμνηστος αρχίατρος του ΕΔΟΕΑΠ Βασίλης Σπανός και ανέλαβε, με προσωπική του ευθύνη, να με νοσηλεύσει κρυφά σε μια ιδιωτική κλινική. Γι’ αυτό και εκνευρίζομαι τώρα πολύ, όταν ακούω κάποιους να συγκρίνουν τη χούντα με τη Δημοκρατία.

Το «μικρόβιο» της δημοσιογραφίας το κολλήσατε από τον πατέρα σας;

Ε βέβαια. Ήταν πολύ αφοσιωμένος. Από το πρωί ως το βράδυ και από το βράδυ ως το πρωί στο δημοσιογραφικό καθήκον. Στο σπίτι έβλεπα μόνο χαρτιά και βιβλία. Όλες του οι επικοινωνίες ήταν για κάποιο ρεπορτάζ. Ταραγμένα χρόνια. Ζούσαμε όλοι στους ρυθμούς του. Λογικό ήταν να ακολουθήσω. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος από αυτόν που γνώρισα από τα πρώτα μου βήματα.

Το πρώτο ρεπορτάζ σας το δείξατε στον πατέρα σας;

Εννοείται. Πολύ τραυματική εμπειρία. Χωρίς να το διαβάσει, πήρε το χαρτί με το κείμενό μου και το έσχισε! «Μα τι κάνεις, βρε μπαμπά;» του λέω. «Δεν το διάβασες καν». «Ξέρω εγώ, πρέπει να το ξαναγράψεις», απάντησε. Το δεύτερο το τσαλάκωσε. Δέχθηκε να διαβάσει το τρίτο. Άλλαξε την αρχή, έκανε διορθώσεις, άλλαξε το τέλος. «Δεν θέλω να γίνεις σαν κάποιους που γράφουν πρώτα το όνομά τους σε μια λευκή σελίδα», μου εξήγησε τελικά. Τον είχα για κάποια χρόνια διευθυντή και μου φερόταν πιο αυστηρά από όλους. Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν ήταν καθόλου αυστηρός, το ξέρουν όλοι οι μαθητές του. Αλλά ήθελε να μην παρεκκλίνουμε ποτέ από τις αρχές της δημοσιογραφίας.

Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα που σας δίδαξε ο πατέρα σας για τη δημοσιογραφία;

Ότι η δημοσιογραφία είναι η πνευματική περιπέτεια που κατ’ εξοχήν υπηρετεί το κοινό καλό. Κι αυτό επειδή η καλή δημοσιογραφία μπορεί να βελτιώσει τη ζωή των απλών ανθρώπων, εφοδιάζοντάς τους με χρήσιμες πληροφορίες που διαλύουν αυταπάτες και παραπληροφόρηση.

Μετά τις εφημερίδες ακολούθησαν η καριέρα στην τηλεόραση και οι μεγάλες αποστολές σε εμπόλεμες περιοχές. Ποια αποστολή θυμάστε χαρακτηριστικά; Υπήρχε κάποια στην οποία κινδυνέψατε;

Τώρα τι να πω; Από τη Μέση Ανατολή μέχρι την εμπόλεμη Γιουγκοσλαβία και τη Σαχάρα. Από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου έως τις πρώτες μέρες μετά την πτώση του Τσαουσέσκου στο Βουκουρέστι, όλα είχαν τους κινδύνους τους. Στα βουνά της Βοσνίας περάσαμε ανάμεσα από αντιμαχόμενες πλευρές. Εκείνη την ώρα δεν το σκέφτεσαι, μετά το συνειδητοποιείς.

Πώς πήρατε την απόφαση να εμπλακείτε με την ενεργό πολιτική;

Πίστευα πάντοτε ότι δημοσιογραφία και πολιτική είναι δίδυμες αδελφές. Ασκούν πολιτική. Για μένα το πέρασμα στην πολιτική ήταν κάτι το φυσιολογικό. Γι’ αυτό άλλωστε δεν εγκατέλειψα ποτέ και τη δημοσιογραφία. Ακόμη και στην πολιτική λειτουργώ ως δημοσιογράφος. Βρίσκω πολύ εκνευριστικές τις γραφειοκρατικές καθυστερήσεις και τις μάχες οπισθοφυλακών. Συχνά, οι συνεργάτες μου με ακούνε να λέω: «Εγώ ένα πράγμα ξέρω. Πως αν δεν γράψω σήμερα το μονόστηλο, αύριο δεν θα το δω τυπωμένο».

Το 1990 ήσασταν κοντά στον αείμνηστο Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Τι σας έχει μείνει από εκείνη την περίοδο; Ποια φράση του θυμάστε χαρακτηριστικά;

Ήμουν στο Γραφείο Τύπου του πρωθυπουργού. Γύρω μας, στην Ελλάδα και στον κόσμο, συνέβαιναν κοσμογονικά γεγονότα. Με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη πρωθυπουργό και τον πατέρα μου διευθυντή του Γραφείου Τύπου της Νέας Δημοκρατίας, καταλαβαίνετε ότι όλοι μας ζήσαμε από πολύ νέοι μοναδικές εμπειρίες. Αν αρχίσω τις διηγήσεις, δεν θα τελειώσουμε ποτέ. Στη μνήμη μου έχει εντυπωθεί εκείνο το πρωί, σχεδόν αχάραγα, στο Γκιμαράες της Πορτογαλίας, που με φώναξε στο δωμάτιό του. Έπαιρνε το πρωινό του κι εγώ πήγαινα πάνω κάτω, ενημερώνοντάς τον για τα δημοσιεύματα των εφημερίδων στην Ελλάδα. Περιμέναμε την απόφαση για τα Σκόπια. Κάποια στιγμή, σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε. «Σε βλέπω κάπως ανήσυχη», παρατήρησε. «Συγγνώμη, κ. πρόεδρε», τόλμησα να απαντήσω. «Έχει δίκιο η κα Μαρίκα. Απορώ με την ηρεμία σας». Συνέχισε με το πρωινό του και σε λίγο αποφάσισε να με απαλλάξει από το μαρτύριο. «Για να σου φύγει η αγωνία, σου λέω ότι η ανακοίνωση θα είναι υπέρ μας», απάντησε. Έπεσα σε μια πολυθρόνα, αλλά αμέσως ξανασηκώθηκα κατευθυνόμενη προς την πόρτα. «Στοπ, πού πας;» τον άκουσα. «Κοίτα μην τρέξεις στους συναδέλφους σου τους δημοσιογράφους και κάνεις ανακοινώσεις. Σε έχω ικανή. Πρέπει να το ανακοινώσει πρώτη η πορτογαλική προεδρία». Και επέστρεψε στο πρωινό του.

 

Συνέντευξη στην Άννα Καραβοκύρη
Φωτό: Κώστας Πρόφης

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο