Η δίκη για την υπόθεση Ινδαρέ, η οποία διεξάγεται ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων, μπήκε στην τελική ευθεία για την έκδοση απόφασης.

Στο εδώλιο κατηγορούμενοι, κατά περίπτωση, για απόπειρα παράνομης βίας, εξύβριση, απείθεια, επικίνδυνη σωματική βλάβη, παράνομη οπλοκατοχή και διατάραξη λειτουργίας υπηρεσίας, κάθονται ο σκηνοθέτης Δημήτρης Ινδαρές και οι δυο γιοι του. Οι κατηγορίες που τους απαγγέλθηκαν αφορούν στα όσα έλαβαν χώρα κατά την επιχείρηση εκκένωσης κτηρίου που βρίσκονταν σε κατάληψη επί της Ματρώζου 45, στο Κουκάκι στις 18 Δεκεμβρίου του 2019.

Στο δικαστήριο, απολογήθηκε σήμερα 7/11/22, ο Δ. Ινδαρές, ο οποίος κατέθεσε:

«Απολογούμαι για την αφέλεια μου να πιστεύω ότι η ελληνική αστυνομία είναι για να μας προστατεύει. Απολογούμαι απέναντι στα παιδιά μου για τη αφέλεια μου να ανοίγω την πόρτα στους αστυνομικούς, να ανεβαίνω στην ταράτσα μου για να μας παίρνουν σιδηροδέσμιους»

Ο κατηγορούμενος σκηνοθέτης, αναφέρθηκε στα όσα έζησε το πρωί της 18ης Δεκεμβρίου του 2019, αναφέροντας μεταξύ άλλων τα εξής: «Ξυπνήσαμε από φασαρία, γινόταν χαμός, ένταση, καπνοί, πολύ εντυπωσιακή και τρομακτική επιχείρηση. Οι αστυνομικοί είχαν έναν τροχό που τάχα μου δεν έπαιρνε μπροστά για να μπουν από την άλλη. Πήγα να απομακρύνω το αυτοκίνητο και επιστρέφοντας είδα βροχή από αντικείμενα. Αισθανόσουν ότι οι αστυνομικοί κινδυνεύουν.

Βγήκαμε στο μπαλκόνι και ο γιος μου τραβούσε βίντεο και του είπα ότι δεν είναι ωραίο αυτό. Ακόμα και σήμερα μου λέει πως αν τον είχα αφήσει να το τραβήξει θα είχε τελειώσει η εμπλοκή του με την υπόθεση…. Χτύπησε το κουδούνι, νομίζαμε θα χει τραυματιστεί αστυνομικός και δεν θα είχαν πού να τον ακουμπήσουν, τόσο ηλίθιος ήμουν! Ήταν ένας αστυνομικός σαν Ρομποκοπ, με μπογιές μέσα στην ένταση».

Ο ίδιος, κατάθεσε πως ανέβηκε στην ταράτσα του σπιτιού του και τότε, όπως είπε, ήρθε αντιμέτωπους με πάνοπλους αστυνομικούς οι οποίοι του επιτέθηκαν. Χαρακτηριστικά ανέφερε: «Φάγαμε το ξύλο της αρκούδας. Αυτοί ήταν σαν Ρομποκοπ, και με κατηγορούν ότι αντιστάθηκα, ότι έβρισα. Εγώ δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα, ήταν σαν μαύρη θύελλα. Απίστευτο υβρεολόγιο, μου πάταγαν το κεφάλι, μου τραβούσαν τα χέρια και έλεγα «έλεος, δεν αντέχω, θα σκάσω».

Τα παιδιά μου ήταν δεμένα, οι αστυνομικοί τους έβριζαν τη μάνα, έλεγαν ότι έχει πάρει όλη τη γειτονιά, ότι δεν είμαι ο πατέρας τους…. Όλη μας η ελπίδα σχετικά με αυτή την τρέλα είσαστε εσείς, η Δικαιοσύνη…. Είδα τα παιδιά μου χτυπημένα στο πρόσωπο, κάνεις γονιός δεν θέλει να βλέπει να πειράζουν ούτε τρίχα των μαλλιών των παιδιών του. Πήγαμε στη ΓΑΔΑ, σε ένα γραφείο προστασίας του κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος, αυτό ήταν ο απόλυτος σουρεαλισμός… Περιμέναμε να μας πουν “συγγνώμη λάθος” και εκείνοι μας ανακοίνωσαν το κατηγορητήριο… Το ίδιο το ελληνικό κράτος μας έβγαλε στο κλαρί, δεν βρίσαμε, δεν δείραμε, δεν αμυνθήκαμε, είναι μια παράνοια».

Ακόμη, στη δίκη, απολογήθηκε ο ένας εκ των δυο γιων του σκηνοθέτη, ο οποίος κατέθεσε: «Με έριξαν κάτω, μου πέρασαν χειροπέδες, μου πίεσαν το κεφάλι με τις μπότες στο δάπεδο, είδα τον 56χρονο πάτερα μου να τρώει κλοτσιά με το πάνω μέρος της μπότας στο κεφάλι. Ήμουν σαστισμένος από τη βία που μας ασκήθηκε. Η μάνα μου έντρομη με το νυχτικό να φωνάζει «τι κάνετε;»

Και να της απαντάνε: «Φύγε από δω μωρή γιατί θα σε πετάξω κάτω από τη σκάλα»…. Στην ταράτσα ήμασταν δεμένοι και ακινητοποιημένοι και μας έβριζαν τη μάνα…. Δεν έχω ξαναζήσει τέτοια βαρβαρότητα… Από τη στιγμή που μας είχαν σπάσει το ξύλο, έπρεπε να μας συλλάβουν. Ήταν και τα κανάλια από κάτω, ήταν πολυδιαφημισμένη η επιχείρηση, έπρεπε να έχουν συλληφθέντες, αφού δεν βρήκαν ενόχους, συνέλαβαν οποίους βρήκαν μπροστά τους».

Στο δικαστήριο κατέθεσαν νωρίτερα μάρτυρες υπεράσπισης φίλοι και γείτονες των κατηγορουμένων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αλόγιστη βία και επιθετική στάση της αστυνομίας κατά το περιστατικό.