Η χώρα οδεύει προς τις κάλπες με έναν εκλογικό νόμο, ο οποίος θεωρητικά ευνοεί, αν δεν επιβάλλει κιόλας, τις συνεργασίες. Αυτή η θεωρητική σύλληψη όμως δεν φαίνεται να αντιστοιχίζεται σήμερα στη χώρα μας σε καμία πραγματικότητα. Το κυβερνών κόμμα, που προπορεύεται και στις δημοσκοπήσεις, διαφωνεί ως γνωστόν επί της αρχής, όπως έχει κάθε δικαίωμα να κάνει. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που παρέα με το «απόκομμα της άκρας Δεξιάς» ψήφισε τον ισχύοντα εκλογικό νόμο στο τέλος της κυβερνητικής του θητείας για προφανείς λόγους, ψάχνει εταίρους με το κιάλι.

Μένει το τρίτο κόμμα, ο λεγόμενος «ρυθμιστής»,ο οποίος όμως θέτει δύο μάλλον «επαχθείς» όρους για οποιαδήποτε συνεργασία. Ο ένας είναι να πετύχει διψήφιο ποσοστό στις κάλπες και ο δεύτερος να μην τεθεί επικεφαλής της κυβέρνησης κανένας από τους επικεφαλής των δύο κομμάτων εξουσίας.

Αν όμως με τον πρώτο όρο μεταφέρεται το βάρος της συνεργασίας στους ψηφοφόρους, με τον δεύτερο δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη η εντολή τους. Ο τρίτος εννοεί να επιβάλει άλλον πρωθυπουργό από εκείνον που θα έχουν επιλέξει πολύ περισσότεροι ψηφοφόροι από τους δικούς του με την ψήφο τους.

Όπως φαίνεται λοιπόν, είναι τόσο κατακερματισμένο το πολιτικό σκηνικό τώρα, που μοιάζει σχεδόν αδιανόητο πώς θα μπορούσαν να συνεργαστούν κάποια κόμματα για τη διακυβέρνηση της χώρας. Είναι τόσο διαμετρικά αντίθετες οι απόψεις και οι θέσεις τους και ίσως τα μίση και τα πάθη σε διαπροσωπικό επίπεδο, που αδυνατεί κανείς να αντιληφθεί πώς θα μπορέσουν να καθίσουν σε ένα τραπέζι και να συμφωνήσουν στην επίλυση των προβλημάτων του πολίτη και της ελληνικής κοινωνίας.

Και μην ξεχνάμε πως εδώ έχουμε να κάνουμε με την Ελλάδα και όχι με τη Γερμανία, τη Δανία ή τη Σουηδία και, όσες φορές στο παρελθόν είδαμε συνεργατικές κυβερνήσεις, αποδείχτηκαν αναποτελεσματικές! Η κατάσταση στη Γαλλία μάλιστα σήμερα αποτελεί την πιο συντριπτική απάντηση σε όσους στην Ελλάδα υποστηρίζουν το διαλυτικό σύστημα της απλής αναλογικής, ισχυριζόμενοι ότι μπορεί να εξασφαλίσει τη σταθερότητα.

Γιατί αυτό που συμβαίνει στη Γαλλία δεν είναι το αποτέλεσμα της λαϊκής οργής για τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση. Δύο επιπλέον χρόνια εργασίας δεν αρκούν για να διαλυθεί μια χώρα. Το χάος οφείλεται στο εκλογικό σύστημα και στον τυχοδιωκτικό τρόπο με τον οποίο τα άκρα εκμεταλλεύονται την απουσία δεδηλωμένης στη Βουλή.

Επομένως, μόλις καταλαγιάσουν η οργή και ο θυμός που δικαιολογημένα νιώθουμε όλοι, μετά την τραγωδία των Τεμπών, πρέπει να δούμε τη μεγάλη εικόνα που είναι η ζωή μας στο μέλλον και τι έχουμε να χάσουμε ή να κερδίσουμε με τις ψύχραιμες επιλογές μας. Τουλάχιστον τώρα τους δοκιμάσαμε σχεδόν όλους και μπορούμε να κρίνουμε τι μας διασφαλίζει ο καθένας από τους διεκδικητές της ψήφου μας και ποιος μπορεί να εκσυγχρονίσει τη χώρα και να την οδηγήσει με σταθερότητα μπροστά.

Η δικαιολογία ότι δεν ξέραμε, δεν ισχύει πλέον.

 

του Φώτη Σιούμπουρα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο