Η εκδίκαση του πρωτοφανούς περιστατικού αρπαγής του διευθυντή γυμνασίου στο Αιγίνιο Πιερίας το 2021, από αυτοαποκαλούμενους «Θεματοφύλακες του Συντάγματος», που διαμαρτύρονταν για τα μέτρα κατά του κορωνοϊού, συνεχίζεται στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, με τις απολογίες των 11 κατηγορουμένων.

Οι «11» που κάθονται στο εδώλιο, τρεις εκ των οποίων είναι κρατούμενοι, κατηγορούνται κατά περίπτωση για οργάνωση περισσότερων προσώπων για διάπραξη κακουργήματος, της διατάραξης λειτουργίας δημόσιας υπηρεσίας, της αρπαγής, της απλής σωματικής βλάβης και της παραβίασης των μέτρων πρόληψης για τον κορωνοϊό.

Ο πρώτος κατηγορούμενος, υποστήριξε πως με τους υπόλοιπους δέκα οργανώθηκαν μέσω διαδικτύου και μέχρι σήμερα είναι πεπεισμένοι ότι σύμφωνα με τον νόμο είχαν το δικαίωμα να συλλάβουν τον γυμνασιάρχη, καθώς επέβαλε στους μαθητές να υποβάλλονται σε «παράνομες ιατρικές πράξεις», εφαρμόζοντας τα υποχρεωτικά rapid test και την εφαρμογή της μάσκας προστασίας.

Όπως είχε πει ο γυμνασιάρχης στην κατάθεσή του, μερικές ημέρες πριν το περιστατικό υπήρξε η έντονη αντίδραση μιας μητέρας μαθητή του γυμνασίου, επίσης κατηγορούμενη, στον οποίο απαγορεύθηκε να παρακολουθήσει το μάθημα επειδή δεν είχε υποβληθεί σε rapid test και δεν φορούσε μάσκα, μέτρα που ήταν υποχρεωτικά για όλους τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς.

«Στα παιδιά που δεν ήθελαν να φορέσουν μάσκα και δεν ήταν “fun” των εμβολίων, έπρεπε να μην τα εφαρμόσει ο γυμνασιάρχης. Αυτά είναι ιατρικά μέτρα και έπρεπε να υπάρχει συναίνεση. Σε οποιαδήποτε ιατρική πράξη πρέπει να έχει τη συναίνεση. Δεν ξέρω αν ήταν συνταγματικά ή αντισυνταγματικά τα υποχρεωτικά μέτρα, όμως ο γυμνασιάρχης όφειλε να κάνει συζήτηση μαζί μας και να ακούσει τις αντιρρήσεις μας. Όποτε πηγαίναμε στο σχολείο μας πέταγε έξω και βίαια τις προηγούμενες ημέρες», ανέφερε ο πρώτος κατηγορούμενος.

«θέλαμε να κάνουμε μια συζήτηση και αν δεν δεχόταν να πάμε στην αστυνομία για να υποβληθούν μηνύσεις και η αυτόφωρη διαδικασία. Να πάμε στο αυτόφωρο και να δούμε ποιος φταίει. Τον λόγο να τον έχει η δικαιοσύνη», πρόσθεσε.

Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε, πως αποφάσισαν όλοι μαζί μέσω διαδικτύου να πάνε εκείνο το πρωί στο γυμνάσιο, προκειμένου να απαιτήσουν από τον διευθυντή να τους ακούσει και να επιτρέπει στους μαθητές που δε θέλουν να υποβάλλονται σε rapid test να παρακολουθούν τα μαθήματα.

«Πήγαμε για να μιλήσουμε αλλά αποφασίσαμε να τον συλλάβουμε επειδή δεν δεχόταν τίποτα από αυτά που λέγαμε. Πριν τον πιάσουμε όλοι μαζί μας απωθούσε βίαια. Τον οδηγήσαμε στην αστυνομία πάρα τη θέλησή του, δεν τον συλλάβαμε αλλά του βάλαμε χειροπέδες και τον οδηγήσαμε σε ένα αυτοκίνητο. Το είχαμε συνεννοηθεί από την πρώτη στιγμή ότι αν αρνιόταν θα τον πηγαίναμε στην αστυνομία. Τον βάλαμε με τις χειροπέδες στο πίσω κάθισμα και κάθονταν στην μέση. Μπήκε πάρα τη θέλησή του στο αυτοκίνητο, δεν ήθελε να έρθει. Μέσα στο αυτοκίνητο σταμάτησε να αντιδράει. Ήταν κάτι που το περίμενε, το ήξερε, το είχε ακούσει. Ήταν αγριεμένος, όμως όχι φοβισμένος», ανέφερε στην απολογία του.

Στη συνέχεια προσπάθησε να πείσει το δικαστήριο πως ο συνταξιούχος αστυνομικός που κάθεται επίσης στο «σκαμνί», τους είχε διαβεβαιώσει πως υπάρχει άρθρο του συντάγματος με το οποίο έχουν το δικαίωμα να συλλάβουν νόμιμα τον γυμνασιάρχη και να τον οδηγήσουν στην αστυνομία.

Με τη σειρά του ο δεύτερος κατηγορούμενος, συνταξιούχος αστυνομικός, υποστήριξε ότι δεν είδε το επεισόδιο και αντιλήφθηκε τη σύλληψη μόλις πήγε στο Αστυνομικό Τμήμα. Εκεί, ανέφερε ότι είναι συνάδελφος-συνταξιούχος και ότι συνεργάστηκαν απόλυτα με τους αστυνομικούς του τμήματος, ενώ αρνήθηκε οποιαδήποτε άλλη εμπλοκή του στο συμβάν.

Επιπλέον, ανέφερε, ότι αφενός γνώριζε πως υπήρχε ο σκοπός να γίνει επίταξη του σχολείου από τους κατηγορούμενος, αφετέρου όμως δεν είχε συμμετοχή και ήθελε να δει πως θα το έκαναν. «Είχα ανησυχία για όλα αυτά τα μέτρα που λάμβανε η κυβέρνηση κατά των παιδιών και των Ελλήνων και για τη μάσκα που είναι ιατρική πράξη», ανέφερε.

Η τρίτη κατά σειρά κατηγορούμενη, από την οποία φέρεται πως ξεκίνησε το περιστατικό, απέδωσε τις πράξεις της στο γεγονός ότι φοβόταν πως ο ΕΟΔΥ θα έκανε κρυφά rapid test στα δύο της παιδιά και θα τα απήγαγε από το σχολείο για να τα οδηγήσει σε δομή. Σε εκείνο το σημείο, η πρόεδρος του δικαστηρίου την ρώτησα αν σκέφτηκε να επισκεφτεί ψυχολόγο για να τη βοηθήσει.

«Παραιτήθηκα από τη δουλειά μου για όλο αυτό που συνέβαινε με τη μάσκα. Είμαι δασκάλα χορού, δεν μπορούσα να κάνω μάθημα σε νέα παιδιά και να φορούν μάσκα. Όταν ξεκίνησε όλη η ιστορία πήγα στα σχολεία και ενημέρωσα, αλλά μου είπαν ότι πρέπει να ακολουθήσουν τον νόμο. Στη συνέχεια αποφάσισα να ενημερώσω τους γονείς για τη μάσκα – για το διοξείδιο του άνθρακα και τι προκαλεί. Όταν το ανέφερα στου σύλλογο γονέων και κηδεμόνων, είδα ότι δε μπορούσα να βρω το δίκιο και έψαχνα στο διαδίκτυο. Τότε ο κύριος Αντωνιάδης έλεγε να πάμε να καταθέσουμε έγγραφη διαφωνία στα σχολεία και το κάναμε στο γυμνάσιο και το λύκειο. Ο γυμνασιάρχης αρνήθηκε να το παραλάβει. Ξεκίνησαν τα μέτρα και υπήρχε αστυνόμευση στο σχολείο καθώς στα παιδιά επέβαάν να φορούν μάσκα με τη μύτη μέσα και ούτε καν να τη βγάζουν στα διαλείμματα. Πήγα στο διευθυντή και είπα θα κάνω μήνυση και έκανα. Μου είπαν ότι δεν είναι υποχρεωμένοι να μου απαντήσουν», ανέφερε στην απολογία της.

Η κατηγορούμενη, υποστήριξε πως λόγω μιας βλάβης στο σπίτι της είχε πρόβλημα με το ηλεκτρικό ρεύμα εκείνη την περίοδο και πως πληροφορήθηκε μόλις έκλεισαν τα σχολεία για τις διακοπές του Πάσχα ότι μπορούσε να δηλώσει την αντίθεσή της για τα μέτρα κατά του κορωνοϊού. «Έμαθα από συγκατηγορούμενό μου, ότι από το σύνταγμα μπορώ να δηλώσω την αντίθεση μου για οποιαδήποτε ιατρική πράξη», ανέφερε.

Ακόμη, εξήγησε, ότι αυτό το πληροφορήθηκε από μία… καντίνα που λειτουργούσε στην περιοχή της και «εφάρμοζε το Σύνταγμα», προκαλώντας αμηχανία στο ακροατήριο και στην έδρα του δικαστηρίου. «Η καντίνα ήταν με σάντουιτς και αναψυκτικά και μπορούσες να εισέλθεις εκεί χωρίς μάσκα. Το ονόμαζαν καντίνα αλλά ήταν τύπου εστιατόριο», πρόσθεσε.

«Η αρχή του κακού ήταν αυτό το email που έλαβα από το σχολείο των παιδιών, με το οποίο μας ενημέρωναν ότι μπορούσαν να εισέλθουν μόνο εκπαιδευτικοί, μαθητές και επισκέπτες (γονείς). Κάτω κάτω έγραφε ότι θα πρέπει να κάνουν self test, όπως ορίζει το νομικό πλαίσιο. Ζούσα καθημερινά με το φόβο γιατί κυκλοφορούσε η φήμη ότι συνεργεία του ΕΟΔΥ γύριζαν στα σχολεία και μπορούσαν να διενεργούν τεστ και αν έκριναν ότι τα παιδιά ήταν θετικά θα μπορούσαν να τα πάρουν και να τα πάνε σε δομή», ανέφερε, με την πρόεδρο  να τη ρωτά αν σκέφτηκε να επισκεπτεί ψυχολόγο.

«Μια μέρα πήγα με έναν συγκατηγορούμενό μου να βρω το παιδί μου και το παιδί μου δεν ήταν στο σχολείο. Δεν μπορούσα να το διανοηθώ. Ο λυκειάρχης μου έλεγε ότι ήταν εκεί. Το παιδί πήγαινε Β’ Λυκείου. Ο γιος μου τελικά ήταν από πίσω με την κοπέλα του και εγώ ήμουν σε έξαλλη κατάσταση. Ο μικρός μου γιος έλεγε ότι η καθηγήτρια τους ρωτούσε πως είναι στο σπίτι και πως είναι η ψυχολογική τους κατάσταση. Επίσης, έλεγε ότι της αρέσουν τα εμβόλια. Νόμιζα ότι θα με κρίνουν ως ακατάλληλη μητέρα. Έλεγαν ότι το παιδί μου είναι στιγματισμένο», ανέφερε ακόμη.

«Δεν ήθελα τα παιδιά μου να κάνουν self test στο κέντρο υγείας που ήταν δωρεάν και να το βάζουν στη μύτη τους γιατί δεν ήξερα τι περιείχαν. Θεωρούσα ότι μπορούσαν κάτι να πάθουν, δεν ήθελα να υποβληθούν σε αυτήν την επίπονη διαδικασία», τόνισε.

«Θέλαμε να κάνουμε επίταξη του σχολείου για να σταματήσουμε τα παράνομα που έκανε ο γυμνασιάρχης. Δε σκέφτηκα τίποτα, ήμουν διαθετημένη να πιστέψω οτιδήποτε και να κάνω οτιδήποτε. Φοβόμουν ότι θα μου πάρει ο ΕΟΔΥ το παιδί, κυκλοφορούσε αυτή η φήμη», πρόσθεσε.

Για το πρωινό που άρπαξαν τον γυμνασιάρχη και του φόρεσαν χειροπέδες, η κατηγορούμενη υποστήριξε ότι κρατούσε μόνο το κινητό της και δε γνώριζε ότι θα τον συλλάβουν οι συγκατηγορούμενοί της.

«Πρέπει να με καταλάβετε, ζούσα 40 ημέρες με την αγωνία ότι ο ΕΟΔΥ θα απαγάγει το παιδί μου και θα με κρίνουν ακατάλληλη για μητέρα. Δεν θα το έκανα ξανά σήμερα. Δεν ήταν νόμιμη ενέργεια, ήταν σα να ήμουν. Είχα δει μια φωτογραφία με μία καμηλοπάρδαλη στο διαδίκτυο που φαίνονταν να τη χαράζουν και αυτή καθόταν για να προστατεύσει τα παιδιά της. Ήμουν έτσι γιατί όλα συντελούσαν ότι τα παιδιά μου κινδύνευαν. Τώρα δε θεωρώ ότι συνέβαινε αυτό. Τώρα δε πιστεύω αυτά που έλεγα. Κακός έπραξα. Όταν είπα ότι “τελείωσε ο διευθυντής” ήμουν σε άσχημη κατάσταση. Φοβήθηκα μη μου απαγάγουν το παιδί και δε διαφέρει από αυτό που κάναμε στον διευθυντή», ανέφερε η κατηγορούμενη.

Η δίκη συνεχίζεται με τις απολογίες των υπόλοιπων κατηγορούμενων.