Όλα τα γνωρίζαμε λίγο έως πολύ από την προηγούμενη εκλογική Κυριακή. Όχι όμως και τους Σπαρτιάτες. Τους μάθαμε. Μπήκε στη Βουλή ένα ακροδεξιό κόμμα, χωρίς γραφεία, χωρίς ούτε μία τηλεοπτική εμφάνιση, χωρίς καν να γνωρίζουμε ποιος είναι επικεφαλής. Υποστηριζόμενο όμως και καθοδηγούμενο από έναν καταδικασμένο για εγκληματική οργάνωση.

Πρόκειται για μία πιστή αντανάκλαση διεργασιών που γίνονται στα υπόγεια ρεύματα της κοινωνίας. Και αυτήν τη φορά δεν μπορούμε να αποδώσουμε το αποτέλεσμα στην οργή ή στην παραπλάνηση κομματιού της κοινωνίας. Ήξεραν πολύ καλά τι ψηφίζουν. Από τη μία είναι τα γνωστά αντιδραστικά αντανακλαστικά και από την άλλη τοπικές ιδιαιτερότητες.

Εκεί πρέπει να αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό και η είσοδος της ΝΙΚΗΣ, όπως και η διατήρηση της κομματικής δύναμης του Βελόπουλου. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου είναι εντελώς διαφορετική περίπτωση, με πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Κανένας δεν ξέρει τι ακριβώς πρεσβεύει πολιτικά. Μόνο καρδούλες.

Έχουμε, λοιπόν, μία Βουλή οκτώ κομμάτων. Αυτό θα αναβαθμίσει το επίπεδο του πολιτικού διαλόγου ή θα αυξήσει τον βαθμό αντιπροσώπευσης της κοινωνίας; Αντιπροσωπεύουν ο Βελόπουλος ή η Ζωή κανέναν άλλον εκτός από την «πάρτη» τους; Θα καταθέσει ο Νατσιός ή οι Σπαρτιάτες, οι οποίοι –όπως και οι άλλοι «μικροί»– κατάφεραν να πιάσουν το όριο 3%,καμιά σοβαρή, υλοποιήσιμη πρόταση;Αστειότητες όλα αυτά. Γνωστό ότι το όριο του 3% για είσοδο στη Βουλή θεσπίστηκε προκειμένου να μην μπουν, με δικό τους κόμμα, οι μουσουλμάνοι της Θράκης. Θεσπίστηκε, δηλαδή, προκειμένου να αντιμετωπιστεί μία κατάσταση που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε εθνικά επιζήμια.

Μήπως όμως εν όψει της νέας «Βουλής Βαβέλ» και επειδή η εποχή ευνοεί τον πολιτικό κατακερματισμό και την ανάδειξη προσωποπαγών κομμάτων, τα οποία δείχνει να έχουν μικρή ως ανύπαρκτη συμμετοχή στη διαμόρφωση γόνιμου πολιτικού διαλόγου, πρέπει αυτό να αλλάξει; Μήπως πρέπει να αυξήσουμε το όριο, όπως επικρατεί σε πολλές άλλες χώρες, στο 5%; Αν μη τι άλλο, θα φράξουμε έτσι τον δρόμο σε κόμματα που θα είναι μόνο και μόνο διαμαρτυρίας,ακρότητας ή χαβαλέ.

 

του Φώτη Σιούμπουρα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο