«Τα νέα παιδιά πρέπει να μάθουν τι έγινε» διαμήνυσε το πρωί της Παρασκευής (17/11) η υπεύθυνη του φαρμακείου του Πολυτεχνείου, μιλώντας για τη συμπλήρωση 50 ετών από τη εξέγερση. «Δεν μπορεί να λένε πως δεν υπάρχουν νεκροί. Είχαμε φτιάξει ιατρείο και μας έφερναν χτυπημένους από σφαίρες» επεσήμανε η υπεύθυνη του φαρμακείου του Πολυτεχνείου, Μέλπω Λεκατσά.

Σε συνέντευξή της στην ΕΡΤ και την εκπομπή «Συνδέσεις» η Μέλπω Λεκατσά σημείωσε αναφερόμενη στους νέους: «Πρέπει να μάθουν τι έγινε, για να μην υπάρχει εκφασισμός, γιατί πάμε έντονα προς τα εκεί».

«Μετά το αποτυχημένο πείραμα της Νομικής, που αποτέλεσε προάγγελο, οι φοιτητές ήμασταν έτοιμοι. Βγαίνοντας από τη Νομική, φάγαμε πάρα πολύ ξύλο. Παρόλο που είχαμε συμφωνήσει ότι θα βγούμε ειρηνικά, και συλλήψεις έγιναν και ξύλο φάγαμε» δήλωσε η Μέλπω Λεκατσά για την αντίστροφη μέτρηση προς την Εξέγερση του Πολυτεχνείου και τονίζοντας πως είχαν καταλάβει προς τα που οδηγείται η ιστορία.

Υπενθυμίζοντας πολλές και κομβικές καταστάσεις, όπως τη «νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου», συλλήψεις στα σπίτια, αλλά και τις δικές της αγωνίες, αφού κρυβόταν για τρεισήμισι μήνες, μετέφερε το κλίμα της εποχής, το οποίο είχε φορτίσει την κατάσταση. Μεταξύ άλλων υπογράμμισε πως υπήρχαν οργανώσεις που κινητοποιούσαν τον κόσμο, ενώ και οι αυθόρμητες αντιδράσεις του πλήθους ήταν χαρακτηριστικές. «Όλοι αυτοί έδιναν έναν τόνο, αλλά δεν θα γινόταν το Πολυτεχνείο αν δεν υπήρχε ο πλουραλισμός και ο αυθορμητισμός», πρόσθεσε.

«Με πρόσχημα τη θέληση των φοιτητών για ελεύθερες εκλογές, στις 14 Νοεμβρίου, μας μπήκε και η ιδέα: “Δεν καθόμαστε να κάνουμε ελεύθερο κρατίδιο το Πολυτεχνείο, να πάρουμε κι εμείς λίγο το αίμα μας πίσω;”». Μάλιστα, η ίδια ανέφερε πως συνεχώς τους παρακολουθούσαν ασφαλίτες, ακόμη και μέσα στα αμφιθέατρα, ενώ υπήρχε η ανάγκη να «απαντήσουν» στα απίστευτα βασανιστήρια που είχαν υποστεί οι συνάδελφοί τους που κρατήθηκαν.

Ξεκινώντας η αντίστροφη μέτρηση, άρχισε να οργανώνεται και η κινητοποίηση: φαγητά, εστιατόριο, φάρμακα, δωρεές χρημάτων από κόσμο, χειροποίητες προκηρύξεις στα αυτοκίνητα, μια κινητοποίηση την οποία η κα Λεκατσά ενέταξε στο πλαίσιο μιας οργανωμένης, ελεύθερης φοιτητικής κοινωνίας, όπως τη χαρακτήρισε, «στην οποία πιστεύαμε ότι για πάντα θα ζήσουμε εκεί, ελεύθεροι». Υπογράμμισε δε πως δεν υπήρχε τίποτε παραπάνω στο μυαλό όσων συμμετείχαν, παρά μόνο το μεσημέρι της Παρασκευής, 16ης Νοεμβρίου. Από κόμματα – γιατί κι αυτοί έχουν τις διασυνδέσεις τους – μας είπαν ότι θα χτυπήσουν και είπαν να φύγετε όσοι είστε οργανωμένοι, γιατί δε θέλουμε άλλες συλλήψεις από δικά μας μέλη. «Όμως κανείς δεν έφυγε. Αυτό είναι το μεγαλειώδες του Πολυτεχνείου. Όλοι εμείναν στις θέσεις τους, Κανένας δεν αποχώρησε ποτέ» τόνισε.

«Να το καταλάβουν ότι υπήρχαν νεκροί»
«Από τις 18:00 έχουν έρθει για δακρυγόνα, με απλούς τραυματισμούς, και όσο περνάει η ώρα οι μαθητές έχουν κάνει μία μεγάλη αλυσίδα, που ανάμεσά τους περνάμε τους τραυματισμένους, αλλά στις 20:00 βλέπουμε πλέον καθαρά, από σφαίρες, χτυπημένους πολύ άσχημα και τους φέρνουν στο ιατρείο για την πρώτη βοήθεια. Σταματούσαμε τις πρώτες αιμορραγίες, διαπιστώναμε κάποιους νεκρούς. Αυτό είναι το θέμα. Να το καταλάβουν ότι υπήρχαν νεκροί. Προσπαθούν να μας πουν 50 χρόνια ότι δεν υπάρχουν νεκροί και ήταν έξω από το Πολυτεχνείο» σημείωσε.

Ερωτηθείς πως έφτασαν μέχρι εκεί τα γεγονότα σημείωσε πως «η χούντα υποτίμησε τους φοιτητές. Πίστευε ότι θα είναι πάλι ένα πείραμα σαν τη Νομική. Αλλά εκεί γελάστηκε, διότι δεν είχε καταλάβει ότι όλο αυτό το πράγμα που χτυπούσε, όλο αυτό το μένος προς τους φοιτητές, οι στρατεύσεις, οι φυλακίσεις, κάπου θα ξεσπάσει», ενώ πρόσθεσε πως ούτε οι ίδιοι πίστευαν ότι «θα φτάσουμε να γράψουμε μια ιστορική σελίδα».

Εξιστορώντας την προσωπική της διαδρομή από εκείνη την ημέρα, ανέφερε πως έφυγε από το Πολυτεχνείο μισή ώρα πριν ρίξει την πόρτα το τανκ και κρυβόταν μέχρι τις 24 Δεκεμβρίου, όταν και συνελήφθη, για να μείνει περίπου τρεισήμισι μήνες στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Μιλώντας για τις συνθήκες κράτησής της ανέφερε: «Ήταν επτά κελιά και ένα άλλο που το λένε αναρρωτήριο, σε απόλυτη απομόνωση… Με κάτι φεγγίτες, να μπαίνει ελάχιστο φως, με μια μικρή λάμπα που δεν βλέπεις τίποτα, με απόλυτη απομόνωση, δεν βλέπεις ούτε τους γονείς σου, ούτε έχεις καμία επικοινωνία. Μόνο ανάκριση, βασανιστήρια, ανάκριση, βασανιστήρια. Μόνο από το φαγητό μπορείς να καταλάβεις την ώρα, διότι το πρωί δίνουν τσάϊ σκέτο».

Όπως αποκάλυψε μετά την πτώση της δικτατορίας συνάντησε τυχαία δύο ανθρώπους από εκείνες τις ημέρες. «Μία φορά στη Νέα Ιωνία είδα έναν από τους ταγματάρχες να κουβαλάει τα τρόφιμα με τη γυναίκα του. Δεν του είπα τίποτα, γιατί δεν ήξερα να του πω κάτι, τι θα συμβεί… Και μετά, μία φορά στο φαρμακείο μου ήρθε ένας από τους δεσμοφύλακες, να πάρει ένα αντιβιοτικό» είπε, εξηγώντας πως ο δεύτερος άνδρας την αναγνώρισε και έκαναν έναν μικρό διάλογο. Μάλιστα, ο ίδιος τη ρώτησε αν παρόλο που τον θυμόταν, θα του έδινε το φάρμακο που ζητούσε, με την κ. Λεκατσά να τονίζει πως το μόνο που ήθελε ήταν να του δείξει την περιφρόνησή της.

«Ακόμη βουίζουν τα αυτιά μου»
«Εγώ ξέχασα, αλλά δεν συγχώρεσα. Διότι τη στιγμή που υπάρχουν νεκροί, υπάρχει αίμα. Υπάρχει ο Μουστακλής που έμεινε ανάπηρος… Δε συγχωρώ κανέναν» δήλωσε και πρόσθεσε πως «όλοι πάνε στο στρατό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι επειδή πας στο στρατό, θα γίνεις βασανιστής» χαρακτηρίζοντας τους βασανιστές ως «ειδικής ψυχολογίας άτομα».

Αναφορικά με τα βασανιστήρια που υπέστη τόνισε: «Ακόμη βουίζουν τα αυτιά μου» και σε άλλο σημείο θυμάται: «Είχανε κάτι σαν καμουτσίκι, που ήτανε κάτι από ηλεκτρισμό, που στο κάτω μέρος ήταν το σύρμα… σε βάζουν κάτω να σε πατάνε, πολύ ξύλο. Σκεφτείτε ότι είδα έναν άνθρωπο στην τουαλέτα, που τον μεταφέρανε τέσσερις. Το χρώμα του ήταν μαύρο μαύρο».