Τεσσεράμισι χρόνια μετά την πρώτη εκλογική της νίκη, η Νέα Δημοκρατία βρίσκεται, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις, ελάχιστες μονάδες κάτω από τα εκλογικά ποσοστά της, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση, έχοντας εκλέξει και νέο αρχηγό, αντί να κερδίζει, χάνει συνεχώς πολιτική δύναμη.

Πρόκειται για ένα παράδοξο φαινόμενο, που όμοιό του δεν έχει εμφανιστεί στη Μεταπολίτευση. Δηλαδή μια κυβέρνηση να καταρρίπτει τους πολιτικούς νόμους, που θέλουν την κυβερνώσα παράταξη να φθείρεται από ένα σημείο και μετά και την αντιπολίτευση να κερδίζει πόντους. Πού οφείλεται αυτό σήμερα; Αναμφισβήτητα στο γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δείξει συνέπεια λόγων και έργων από το 2019 έως σήμερα και στο ότι η αντιπολίτευση, αξιωματική και ελάσσονα, από το 2019 έως σήμερα δεν κατάφερε να πείσει πως αποτελεί εναλλακτική πρόταση εξουσίας.

Και το «παράδοξο» –για να επανέλθουμε στις δημοσκοπήσεις (και κυρίως στα ποιοτικά τους ευρήματα)– είναι ότι η κοινωνία σχεδόν σε όλα τα επιμέρους ζητήματα (οικονομία, ασφάλεια, κοινωνική πολιτική κ.ά.) εκφράζει πλειοψηφικά σκεπτικισμό, αν όχι και δυσαρέσκεια,για τις κυβερνητικές επιδόσεις! Αλλά στην πρόθεση ψήφου, επιμένει να δίνει αυτοδυναμία και συντριπτική πρωτιά στο κυβερνών κόμμα! Και ο Μητσοτάκης αξιολογείται πλειοψηφικά ως «καταλληλότερος πρωθυπουργός», σε σύγκριση με τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς. Δεν πρόκειται βέβαια για…διαστροφή του κόσμου. Ο κόσμος προφανώς εκτιμά ότι ο Μητσοτάκης, παρά τα όσα του έπεσαν κατακέφαλα από το 2019 και μετά, αποδεικνύεται καλός διαχειριστής, έχει πρόγραμμα και είναι στοχοπροσηλωμένος. Αναγνωρίζει τα λάθη και προσπαθεί να τα διορθώσει. Το διαπιστώνουν και οι δημοσκοπήσεις: Παρά τα σφάλματα, τις ολιγωρίες, τις κάποιες αλαζονικές συμπεριφορές, τα όποια φαινόμενα κακοδιοίκησης και την καθυστέρηση των (υπεσχημένων) μεταρρυθμίσεων, ο κόσμος εμπιστεύεται τη ΝΔ του κ. Μητσοτάκη. Ή, καλύτερα και σαφέστερα, «την προτιμά». Και την προτιμά από μια άλλη «εναλλακτική πρόταση», η οποία είτε δεν εκφράζεται επίσημα και στοιχειοθετημένα, είτε οι όποιοι την «υπαινίσσονται»δημαγωγούν προφανέστατα.

Τα παραπάνω δεν συνεπάγονται βεβαίως πως η κυβέρνηση δεν έχει αντίπαλο και πίεση. «Ο μεγαλύτερος και πιο δύσκολος αντίπαλος είναι τα προβλήματα και τα λάθη», τονίζει κυβερνητική πηγή, σημειώνοντας πως η κυβέρνηση δεν θα κριθεί από την… αντιπολίτευση, αλλά από το πώς θα ανταποκριθεί η ίδια στις προκλήσεις και τα προβλήματα, κι ιδιαίτερα στα δύο μεγάλα των ημερών που έχει μπροστά της και που είναι η ακρίβεια και οι μεταρρυθμίσεις.

Το ότι το πρόβλημα της χώρας σήμερα είναι η ανυπαρξία πραγματικής αντιπολίτευσης, αξιωματικής αλλά και γενικότερα,δεν χωρά την παραμικρή αμφιβολία. Λείπει μια σοβαρή και υπεύθυνη αντιπολίτευση, που θα πιάνει τον σφυγμό της κοινωνίας και των προβλημάτων της, θα ψέγει την κυβέρνηση για λάθη και παραλείψεις, θα συνεισφέρει εναλλακτικές λύσεις και προτάσεις διακυβέρνησης.

Για τον (όποιον εναπομείναντα…) ΣΥΡΙΖΑ, δεν γίνεται λόγος. Αυτοί δεν έκαναν αντιπολίτευση ουσίας και περιεχομένου, όταν το 2019 πήραν 32%, και θα κάνουν τώρα που αγωνίζονται να… μείνουν τρίτοι, μετά το ΠΑΣΟΚ, προσευχόμενοι να μην τους περάσει και το ΚΚΕ; Kάτι που δημοσκοπικά τουλάχιστον δεν αποκλείεται να συμβεί, αφού η πτωτική τάση συνεχίζεται και πολύ μετά την εκλογή του νέου προέδρου, η δημοτικότητα του οποίου, σε σύγκριση ιδιαίτερα με αυτήν του κ. Μητσοτάκη, είναι χαώδης. Χαρακτηριστικό είναι πως στο ερώτημα «ποιον θεωρείτε καταλληλότερο για πρωθυπουργό», τον Κυριάκο Μητσοτάκη επιλέγει το 38%-39%, έναντι μόλις 8%-8,5% που συγκεντρώνει ο κ. Κασσελάκης.

Όσο για το ΠΑΣΟΚ του κ. Ανδρουλάκη, απομένει να αποδείξει στην πολιτική πράξη αν είναι σε θέση και έχει μπει στη νοοτροπία της προοπτικής κόμματος εξουσίας (πέραν της συναισθηματικά φορτισμένης ανάμνησης-αναφοράς στο ένδοξο παρελθόν του…). Και αυτό είναι το κατεπειγόντως ζητούμενο. Όχι το να… πανηγυρίζεις (δικαίως, πάντως) για το ότι δημοσκοπικά πέρασες τον θνήσκοντα ΣΥΡΙΖΑ. Είναι άλλο το να προσπαθείς να ισορροπήσεις με τον ΣΥΡΙΖΑ στον χώρο της Κεντροαριστεράς, και άλλο να διεκδικείς μεθοδικά και πειστικά τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και είναι άλλο επίσης ο κ. Ανδρουλάκης να φιλοδοξεί να εμφανίζεται ως ένας «σοβαρός Τσίπρας» στο αντιπολιτευτικό σκηνικό, και τελείως διαφορετικό και απαιτητικότερο να επιδιώκει να υπολογίζεται ως «κατάλληλος πρωθυπουργός».

Η απουσία, όμως, πολιτικής έκφρασης (λόγω ανυπαρξίας αντιπολίτευσης) της συλλογικής απογοήτευσης, των παραπόνων, των ενστάσεων για την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης, όπως καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις, επ’ ουδενί σημαίνει ή αποδεικνύει ότι δεν υπάρχουν και δεν κινούνται κοινωνικά ρεύματα ανησυχίας, αγωνίας,που αναζητούν και πάντως προσδοκούν αυτή την πολιτική τους έκφραση. Αλλά ας ελπίσουμε να μην οδηγηθούμε σε τερατογενέσεις τέτοιου τύπου λαϊκισμού, ανάλογες με αυτές που καταγράφονται ήδη και στην Ευρώπη. Γιατί ο…τραμπικός λαϊκισμός, οι ακραίες «απολίτικες» συμπεριφορές και ίσως και ο εφησυχασμός εύκολα μετατρέπονται σε χορηγούς ακραίων καταστάσεων.

Το θετικό είναι ότι ο Μητσοτάκης δεν παραλείπει να τονίζει, σε κάθε δημόσια ομιλία του, ότι τα κυβερνητικά στελέχη δεν πρέπει να επαναπαύονται στις δημοσκοπήσεις. Ότι το 41% που πήρε η ΝΔ στις τελευταίες εκλογές δεν είναι ποσοστό εφησυχασμού και αλαζονείας, αλλά εντολή ευθύνης, συνέπειας, έργου.Το λέει τόσο συχνά και επίμονα, που αποδεικνύει ότι πράγματι θεωρεί ότι ο εφησυχασμός,η αλαζονεία αλλά και η έλλειψη δράσης αποτελούν απειλή όχι μόνο για το κυβερνών κόμμα, αλλά και για την ίδια τη δημοκρατία. Ας τα λάβουν αυτά υπόψη και τα κόμματα της αντιπολίτευσης.

 

του Φώτη Σιούμπουρα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο