Μετά την αποχώρηση 11 βουλευτών από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τη δημιουργία μιας νέας Κοινοβουλευτικής Ομάδας, τον συσχετισμό των δυνάμεων στο ελληνικό Κοινοβούλιο αποτυπώνει ένας διαφορετικός χάρτης. Ο χάρτης αυτός έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά: Το πρώτο είναι ότι οι κοινοβουλευτικές δυνάμεις αυξήθηκαν σε εννέα – αριθμό που αποτελεί ρεκόρ στα μεταπολιτευτικά μας χρονικά. Το δεύτερο, ότι αυξήθηκε το χάσμα του πρώτου από τους υπόλοιπους, καθώς η μεν ΝΔ εξακολουθεί να διατηρεί την πλειοψηφία με 158 έδρες, ενώ τα 8 κόμματα της αντιπολίτευσης διαθέτουν από 6 έδρες (Πλεύση Ελευθερίας) έως 36 έδρες το πολύ (ΣΥΡΙΖΑ).

Συμβαίνει επίσης ο κοινοβουλευτικός χάρτης να συμπίπτει με τον πολιτικό μιας ισχυρής κυβέρνησης, που μετά τη νωπή εντολή στις κάλπες δεν φαίνεται να καταγράφει απώλειες ούτε στις δημοσκοπήσεις, και μιας κατακερματισμένης αντιπολίτευσης, τμήμα της οποίας αποσυντίθεται ακόμη περισσότερο. Επί της ουσίας μιλάμε για μια σύμπτωση, που δεν είναι πάντα δεδομένη, ανάμεσα στην εντολή ή τις διαθέσεις του εκλογικού σώματος και την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση. Και, κατά συνέπεια, το σημερινό πολιτικό τοπίο δεν ευνοεί τεχνητές πολώσεις και ακραίες αντιπαραθέσεις, οι οποίες πολλές φορές στο παρελθόν κράτησαν τη χώρα πίσω.

Στην κυβέρνηση μένει λοιπόν να κάνει τη δουλειά της –για την οποία θα ελεγχθεί χωρίς άλλοθι και δικαιολογίες που έχουν επικαλεστεί προηγούμενες κυβερνήσεις. Και στην κατακερματισμένη αντιπολίτευση να κάνει επιτέλους τη δική της, χωρίς να καταφεύγει σε ευκολίες που τραυματίζουν την αξιοπιστία της και στο τέλος της ημέρας την εκθέτουν (η ιστορία είναι γεμάτη με κόμματα που άλλα έλεγαν πριν κυβερνήσουν και άλλα έκαναν–όσον αφορά το φορολογικό, την επιστολική ψήφο, τα ιδιωτικά ΑΕΙ, τις αλλαγές στην ποινική Δικαιοσύνη– όταν αναλάμβαναν τα ηνία της χώρας). Μπορεί, με άλλα λόγια, να έχει διευρυνθεί το χάσμα, αλλά παράλληλα ανέβηκε ο πήχης και για την κυβέρνηση και για την αντιπολίτευση.

 

του Φώτη Σιούμπουρα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο