Ο Άλεξ Μπάτι, ο Βρετανός έφηβος που βρέθηκε την περασμένη εβδομάδα στη Γαλλία μετά την εξαφάνισή του πριν από έξι χρόνια, εξήγησε ότι ήθελε να επιστρέψει στη Βρετανία για να εξασφαλίσει το μέλλον του και παραδέχθηκε ότι επινόησε μέρος της ιστορίας του σε συνέντευξή του που δημοσιεύεται σήμερα στην ταμπλόιντ “The Sun”.

Ο 17χρονος έφηβος είχε εξαφανιστεί ενώ έκανε διακοπές στην Ισπανία με την μητέρα του –η οποία δεν έχει την επιμέλειά του– και τον παππού του το 2017 και βρέθηκε τυχαία την περασμένη Τετάρτη τη νύχτα από έναν οδηγό-διανομέα καθώς περπατούσε σε δρόμο κοντά στην Τουλούζη.

Στις 16 Δεκεμβρίου επέστρεψε στο Όλνταμ, στην περιοχή του Μάντσεστερ, στη βόρεια Βρετανία, ύστερα από έξι χρόνια “νομαδικής” ζωής με την μητέρα του και τον παππού του.

“Άρχισα να σκέφτομαι να φύγω όταν ήμουν 14 ή 15 ετών”, εξήγησε ο έφηβος και σημείωσε: “Συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν ένας πολύ καλός τρόπος ζωής για το μέλλον μου”. Θέλει, πρόσθεσε, να γίνει μηχανικός ηλεκτρονικών υπολογιστών.

“Κανένας φίλος, καμία κοινωνική ζωή. Δουλειά, δουλειά, δουλειά, αλλά όχι σπουδές. Αυτήν την ζωή φανταζόμουν ότι θα ζήσω αν παρέμενα με τη μαμά”, είπε.

“Πάντα το ίδιο, είτε ήταν στη Γαλλία είτε στην Ισπανία”, πρόσθεσε, “στα βουνά, στη μέση του πουθενά, με κανέναν συνομήλικό μου”.

“Έτσι όταν ήμουν 16 χρονών είπα στον παππού να επιστρέψουμε στην Αγγλία”, συνέχισε. “Η μητέρα μου ήταν αντίθετη στην ιδέα. Ήταν πολύ κατά της κυβέρνησης, κατά του εμβολιασμού”.

“Δεν ήταν πραγματικά ανοιχτή σε οποιαδήποτε άλλη άποψη”, εξήγησε.

Έφυγε γύρω στα μεσάνυχτα της 11ης Δεκεμβρίου, διηγήθηκε, ύστερα από καυγά με τη μητέρα του, με ένα σακκίδιο στην πλάτη, στο οποίο είχε βάλει τέσσερα μπλουζάκια, τρία παντελόνια, ένα σκέιτμπορντ, έναν φακό, 100 ευρώ και έναν ελβετικό σουγιά, με σκοπό να φτάσει στην πιο κοντινή πόλη, την Τουλούζη, που βρισκόταν σε απόσταση 110 χιλιομέτρων προς τον βορρά.

Είπε επίσης ότι επινόησε την ιστορία ότι περπατούσε για τέσσερις ημέρες μέσα από τα βουνά για να θολώσει τα νερά, φοβούμενος ότι η μητέρα του και ο παππούς του θα συλληφθούν για απαγωγή ανηλίκου.

“Είπα ψέματα προσπαθώντας να προστατεύσω τη μητέρα μου και τον παππού μου, αλλά συνειδητοποιώ ότι θα τους πιάσουν πιθανότατα ούτως ή άλλως”, είπε.

“Κοιμόμουνα έξω στο έδαφος, είχε παγωνιά”, διηγήθηκε στην Sun, λέγοντας ότι διήνυσε περίπου τριάντα χιλιόμετρα σε δύο μέρες.

Επίσης περιέγραψε τη μητέρα του, στην οποία είχε αφήσει σημείωμα προτού φύγει, ως “έναν καλό άνθρωπο, αλλά όχι μια καλή μητέρα”.

Για την επιστροφή του στο Μάντσεστερ, ο 17χρονος είπε ότι “έβρεχε, όπως συνήθως”, ενώ διηγήθηκε ότι, όταν είδε ξανά τη γιαγιά του, έτρεμε πριν να την αγκαλιάσει.