«Κύματα» αφρικανικής σκόνης μέχρι και τα τέλη Μαΐου.
Το ένα μετά το άλλο καταρρίπτονται τα ρεκόρ των θερμοκρασιών που καταγράφονται το πρώτο τρίμηνο του 2024 στην Ελλάδα. Ο χειμώνας του 2023-2024 ήταν ο θερμότερος στα χρονικά των καταγραφών για την Ελλάδα, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά δεδομένα της υπηρεσίας κλιματικής αλλαγής (C3S) του Ευρωπαϊκού προγράμματος Copernicus τα οποία ανέλυσε η επιστημονική ομάδα του meteo.gr/Ε.Α.Α. Κατά τη διάρκεια των μηνών Δεκεμβρίου 2023, Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2024 σημειώθηκαν θερμοκρασίες με τιμές αρκετά υψηλές για τα επίπεδα της εποχής. Μάλιστα όπως επισημαίνει το meteo.gr/Ε.Α.Α. ο χειμώνας του 2023-2024 καταγράφεται ως ο θερμότερος στα χρονικά για την Ελλάδα, ξεπερνώντας τον χειμώνα του 2015-2016.
Ειδικότερα σύμφωνα με το δίκτυο 53 μετεωρολογικών σταθμών του meteo.gr του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ) ο φετινός Ιανουάριος χαρακτηρίστηκε από πολλές ημέρες με θετικές αποκλίσεις θερμοκρασίας ενώ για τη Βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλία ήταν o δεύτερος πιο θερμός Ιανουάριος από το 2010. Μάλιστα στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας καταγράφηκαν θερμοκρασίες οι οποίες ήταν έως και 3,0 °C πάνω από τα κανονικά για την εποχή επίπεδα.
Αντίστοιχη εικόνα παρουσίασε και ο Φεβρουάριος καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία του meteo.gr/ΕΑΑ ήταν ο πιο θερμός Φεβρουάριος τα τελευταία 15 χρόνια στη Βόρεια Ελλάδα . Όπως τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διευθυντής ερευνών του ΙΕΠΒΑ/ΕΑΑ, Δρ. Κώστας Λαγουβάρδος ο φετινός Φεβρουάριος ήταν ένας μήνας με έντονες αποκλίσεις θερμοκρασίας. Ενδεικτικά στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία καταγράφηκαν τιμές έως και 4,0 °C πάνω από τα κανονικά για την εποχή επίπεδα.
Φτάνοντας στο τέλος του Μαρτίου η εικόνα για υψηλότερες θερμοκρασίες για τα κανονικά για την εποχή επίπεδα δεν αλλάζει. Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Λαγουβάρδος σύμφωνα με τις προκαταρκτικές εκτιμήσεις για τον τρίτο μήνα του έτους, και με βάση τα στοιχεία έως τις 28 Μαρτίου 2024, υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα σχετικές αποκλίσεις για 1,5 έως 2 βαθμούς πάνω από τα κανονικά για την εποχή επίπεδα. Εξαίρεση αποτελεί η Ήπειρος η οποία σύμφωνα με τα έως τώρα στοιχεία καταγράφει αποκλίσεις της τάξεως του ενός βαθμού.
Παράλληλα όπως τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Λαγουβάρδος με τις έως τώρα εκτιμήσεις το πρώτο 10ημερο του Απριλίου αναμένεται να είναι ζεστό, αρχής γενομένης από την ερχόμενη εβδομάδα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα νεότερα προγνωστικά στοιχεία του meteo.gr / Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, η ατμοσφαιρική κυκλοφορία πάνω από την Ευρώπη τις επόμενες ημέρες θα ευνοήσει την μεταφορά ακραία θερμών για την εποχή αερίων μαζών από την Αφρική προς την Ανατολική Ευρώπη. Η κατάσταση αυτή θα έχει ως αποτέλεσμα να σημειωθούν θερμοκρασίες έως και 15-16 βαθμούς Κελσίου υψηλότερες από τα κανονικά για την εποχή επίπεδα. Μάλιστα, πιθανόν, η θερμοκρασία στην αρχή της εβδομάδας να πλησιάσει ή ακόμα και να ξεπεράσει τους 30 βαθμούς Κελσίου σε τμήματα της ηπειρωτικής χώρας, όπως αναφέρει το meteo.gr
Αξίζει να σημειωθεί ότι μειωμένες παρουσιάζονται και οι βροχοπτώσεις στη χώρα με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ξηρασία, γεγονός που όπως αναφέρει ο κ. Λαγουβάρδος, δημιουργεί μία ανησυχία για επιδείνωση της κατάστασης της καύσιμης ύλης, κάτι που ωστόσο θα επανεκτιμήσουν το επόμενο διάστημα.
Τι συμβαίνει στη Μεσόγειο και ποιες οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής
Αύξηση ωστόσο παρουσιάζει και η θερμοκρασία της επιφάνειας της θάλασσας παγκοσμίως, ενώ όπως τονίζει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο καθηγητής Θαλάσσιας Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου (Πρόεδρος Τμήματος Ωκεανογραφίας και Θαλασσίων Βιοεπιστημών, Παν. Αιγαίου, Μέλος Επιστημονικής Επιτροπής MedPAN), Δρόσος Κουτσούμπας στη διάρκεια των τελευταίων 30 ετών υπάρχει μία αύξηση της θερμοκρασίας των νερών της Μεσογείου κατά περίπου 1.5 βαθμό Κελσίου οδηγώντας στην “τροπικοποίηση” της Μεσογείου (Mediterranean Tropicalization) που έχει ως αποτέλεσμα την εισβολή μεγάλου αριθμού ξενικών – αλλόχθονων ειδών (βιολογικοί εισβολείς) στην Μεσόγειο δημιουργώντας προβλήματα στους πληθυσμούς των αυτόχθονων ειδών του θαλάσσιου βιόκοσμου και τα ενδιαιτήματά τους , αλλά και στον άνθρωπο.
Σύμφωνα με τον κ. Κουτσούμπα, συνοψίζοντας τους μεγαλύτερους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι θάλασσες της Μεσογείου από την κλιματική αλλαγή είναι η αύξηση της θερμοκρασίας των νερών με αποτέλεσμα την είσοδο αλλόχθονων ειδών, η οξίνιση της θάλασσας, δηλαδή η μείωση του pH του θαλασσινού νερού και η αύξηση οξύτητας, οι θαλάσσιοι καύσωνες και η αύξηση της στάθμης της θάλασσας που έχει ως αποτέλεσμα τη διάβρωση.
Αναφορικά με την οξίνιση της θάλασσας όπως εξηγεί ο κ. Κουτσούμπας, οι προσθήκες διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα αυξάνουν το διαλυμένο διοξείδιο του άνθρακα οδηγώντας στην αύξηση της οξύτητας στους ωκεανούς. «Οι αυξημένες τιμές διοξειδίου του άνθρακα οδηγεί σε μειωμένο PH στους ωκεανούς που επηρεάζει όλους τους οργανισμούς που αποτελούνται από ανθρακικό ασβέστιο γιατί το οξύ διαλύει το ανθρακικό ασβέστιο αρά δεν μπορούν να φτιάξουν το σκελετό τους», επισημαίνει ο κ. Κουτσούμπας.
Σχετικά με τους θαλάσσιους καύσωνες ο κ. Κουτσούμπας μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ στο περιθώριο της ομιλίας με θέμα «Κλιματική αλλαγή και οι επιπτώσεις της στις θάλασσες της Μεσογείου: Από τη θεωρία στην πράξη» που διοργάνωσε η Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσης στο πλαίσιο του νέου κύκλου «Προστασία της Φύσης Lab» σημειώνει: «Το δε ακόμη χειρότερο είναι το γεγονός ότι πέραν ότι έχεις μια υψηλότερη θερμοκρασία ως μέσο βαθμό, 1,5 βαθμό κελσίου τα τελευταία 30 χρόνια είναι ότι και οι περίοδοι που διαρκούν οι υψηλές τιμές της θερμοκρασίας. Η επιστημονική κοινότητα θαλάσσιοι καύσωνες το ονομάζει θαλάσσιους καύσωνες , δηλαδή για μεγάλα χρονικά διαστήματα 20, 30 μέρες, έχεις θερμοκρασίες που είναι σχετικά αφύσικες. Αντί να έχεις θερμοκρασίες 22-23 βαθμούς το καλοκαίρι έχεις 28,29, το οποίο προφανώς οδηγεί σε ακραίες συνθήκες ακόμη και σε θάνατο πολλούς οργανισμούς».
Παράλληλα όπως υπογραμμίζει δεν είναι μόνο το θέμα της κλιματικής αλλαγής αλλά και ανθρωπογενείς δραστηριότητες όπως η ναυσιπλοΐα, η υπεραλίευση, η ρύπανση από τα πλαστικά, μια σειρά από ανθρωπογενείς παρεμβάσεις σε οικοτόπους που σημαίνει ότι όλα αυτά δρουν μαζί με την αύξηση της θερμοκρασίας και την κλιματική αλλαγή συναθροιστικά και προσθέτει ότι έτσι επιτείνεται η πίεση. «Το πιο πιθανό από όλα είναι ότι δεν θα καταφέρουμε να πετύχουμε τους στόχους και η μόνη προσπάθεια που μπορεί κάποιος να κάνει είναι να αυξήσει περιοχές που τις έχουμε άθικτες, να φτιάξουμε δηλαδή περιοχές ανέγγιχτες πιο κοντά σε φυσική κατάσταση», σημειώνει ο κ. Κουτσούμπας.
Αφρικανική σκόνη
Νέα επεισόδια συγκέντρωσης αφρικανικής σκόνης αναμένονται μέχρι και το τέλος Μαΐου, όπως αναφέρει, μιλώντας στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο καθηγητής – πρόεδρος του τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου Πατρών και Διευθυντής του Εργαστηρίου Φυσικής της Ατμόσφαιρας, Ανδρέας Καζαντζίδης. Όπως εξηγεί, «κατά τη διάρκεια της άνοιξης, δηλαδή από τον Μάρτιο μέχρι και τον Μάιο, η ατμοσφαιρική κυκλοφορία βοηθάει στο να έχουμε εισβολή ερημικών αερίων μαζών πάνω από την ανατολική Μεσόγειο».
Σχετικά με την τελευταία εισβολή αφρικανικής σκόνης, ο Ανδρέας Καζαντζίδης είπε στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι «υπήρχε ένα τριήμερο όπου οι τιμές συγκέντρωσης αφρικανικής σκόνης ήταν σημαντικά υψηλές, ενώ η χειρότερη μέρα ήταν η περασμένη Τετάρτη. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι στην περιφέρεια η μέση ημερήσια τιμή συγκέντρωσης σωματιδίων PM10 ήταν 65 μg/m³».
«Η τιμή αυτή», όπως προσέθεσε, «είναι αρκετά σημαντική, αν λάβουμε υπόψη μας ότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας λέει ότι το όριο των 50μg/m³ δεν πρέπει να το ξεπερνάμε πάνω από 35 φορές το έτος». «Ουσιαστικά», συνέχισε, «ήταν ένα από τα σημαντικά επεισόδια συγκέντρωσης αφρικανικής σκόνης, το οποίο όμως δεν είναι δεν είναι ακραίο», αφού, όπως επαναλαμβάνει, «κατά την διάρκεια της άνοιξης έχουμε εισβολή αφρικανικής σκόνης». «Άλλωστε», όπως τόνισε στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο Ανδρέας Καζαντζίδης, «όσο πιο κοντά στην Αφρική βρίσκεται μία περιοχή, τόσο πιο δύσκολη είναι η κατάσταση με την αφρικανική σκόνη, για αυτό ακριβώς και το νησί της Κρήτης αντιμετώπισε τα μεγαλύτερα προβλήματα, λόγω των υψηλών τιμών συγκέντρωσης σκόνης».
Μιλώντας για τις συγκεντρώσεις σωματιδίων ανέφερε πως «το χαρακτηριστικό που έχουμε είναι ότι τα περισσότερα δεν είναι στο έδαφος, αλλά κάποια χιλιόμετρα υψηλότερα, διότι ταξιδεύουν λίγο πιο ψηλά στην ατμόσφαιρα, αφού έρχονται από μακριά». Επικαλούμενος δορυφορική εικόνα, είπε ότι «βλέπουμε το στρώμα της σκόνης, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και στο έδαφος, αφού σε αυτό φθάνει μόνο ένα ποσοστό, το οποίο ούτως ή άλλως το βλέπουμε και το καταλαβαίνουμε στην ορατότητα».
Όσον αφορά τα αιωρούμενα σωματίδια της σκόνης, ο Ανδρέας Καζαντζίδης είπε στο ΑΠΕ – ΜΠΕ «ότι είναι μεγάλα και όχι μικρά σαν αυτά της ρύπανσης που έχουμε την χειμερινή περίοδο, όπως για παράδειγμα από την καύση των τζακιών». «Άρα λοιπόν», συνέχισε, «στο δικό μας το δίκτυο που δείχνει τις τιμές των μικρών σωματιδίων σε πραγματικό χρόνο, παραδόξως δεν φαινόταν κάτι, ενώ στην πραγματικότητα στα μεγάλα σωματίδια είχαμε πολύ υψηλές τιμές».
Παράλληλα, ο καθηγητής τόνισε ότι «τα αιωρούμενα σωματίδια γενικά είναι ίσως το πιο δύσκολο για εμάς φαινόμενο και ο πιο δύσκολος παράγοντας, όταν θέλει κάποιος να δει το ρόλο της ατμοσφαιρικής επιστήμης, είτε μιλώντας για την πρόγνωση του καιρού την επόμενη μέρα, είτε μιλώντας ακόμα και για την κλιματική αλλαγή… Τα σωματίδια κινούνται όλα προς τα δυτικά και υπάρχουν πολλές εργασίες που δείχνουν το πόσο επηρεάζουν την γονιμότητα στα εδάφη του Αμαζονίου που είναι από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού».«Είναι ένα φαινόμενο», υπογράμμισε, «το οποίο ξεπερνάει τα όρια ενός κράτους, έχοντας προφανώς επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων».
Επίσης, ο Ανδρέας Καζαντζίδης είπε στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι «τα αιωρούμενα σωματίδια έχουν και ένα ακόμη χαρακτηριστικό, δηλαδή επηρεάζουν πάρα πολύ και την νέφωση» συμπληρώνοντας ότι: «Συγκεκριμένα, από τα πόσα σωματίδια υπάρχουν στην ατμόσφαιρα εξαρτάται το τι θα γίνει με τα σύννεφα. Ως γνωστόν τα σύννεφα δεν έχουν καθαρό νερό, άλλα άλατα, τα οποία στην πραγματικότητα είναι διαλυμένα αιωρούμενα σωματίδια. Αν δεν υπήρχαν αιωρούμενα σωματίδια δεν θα υπήρχαν σύννεφα στην ατμόσφαιρα, εκτός από αυτά που είναι πολύ ψηλά, εκεί δηλαδή που πετούν τα αεροπλάνα και τα οποία είναι λεπτά.
Ως εκ τούτου είναι πολύ σημαντικό, το πόσα σωματίδια υπάρχουν, τι σωματίδια είναι αυτά και προς τα πού κινούνται. Έτσι λοιπόν, ο ρόλος τους όπως τα βλέπουμε, αλλά και ο ρόλος τους με το πώς αλληλεπιδρούν με το νερό στην ατμόσφαιρα, είναι οι δύο βασικότεροι παράγοντες που ξέρουμε λιγότερο αυτή τη στιγμή, σχετικά με το πώς συμπεριφέρεται η ατμόσφαιρα και τι πρόκειται να γίνει τα επόμενα χρόνια».
Στο μεταξύ, απαντώντας ο Ανδρέας Καζαντζίδης σε ερώτηση, σχετικά με την ρύπανση στην ατμόσφαιρα της Πάτρας κατά την χειμερινή περίοδο από τα αιωρούμενα μικροσωματίδια, κυρίως λόγω της καύσης τζακιών, είπε ότι «ήταν μία καλή χρονιά, γιατί βοήθησαν οι μετεωρολογικές συνθήκες» και προσέθεσε: «Από την στιγμή που τις βραδινές ώρες δεν είχαμε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, χρησιμοποιήθηκαν λιγότερο τα τζάκια και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να είναι λιγότερες οι εκπομπές αιωρούμενων μικροσωματίδιων. Δηλαδή ήταν ένας ήπιος χειμώνας και ως εκ τούτου ήταν ήπιες και οι συνθήκες της ρύπανσης».
πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ