Σε τούτους τους αβέβαιους καιρούς, διατηρεί συνθήκες σταθερότητας για βιώσιμη ανάπτυξη
Το δόγμα που διέπει την πολιτική του Μεγάρου Μαξίμου είναι σαφές και συγκεκριμένο, όπως έδειξε μιλώντας το περασμένο Σαββατοκύριακο στη Θεσσαλονίκη ο πρωθυπουργός. Ο οποίος επιχείρησε στη ΔΕΘ μια «επανεκκίνηση», ή αλλιώς μια υπενθύμιση, για το βασικό του πλεονέκτημα: τη σταθερότητα και την κυβερνησιμότητα.
Και σε ένα Σαββατοκύριακο που οι εναλλακτικές περιελάμβαναν και Kασσελάκη και Πολάκη και Γκλέτσο και πολλά άλλα, αυτό έμοιαζε να είναι μια έξυπνη επιλογή. Ή τουλάχιστον μια επιλογή που έπιασε το κλίμα της συγκυρίας. Ο πρωθυπουργός παρουσίασε πλέγμα μέτρων και επιμέρους πολιτικών, που κατά βάση ορίζουν τον τριετούς διάρκειας οδικό χάρτη της διακυβέρνησής του μέχρι το 2027. Δεν ξέφυγε μάλιστα από το διακηρυγμένο δόγμα που διέπει εδώ και σχεδόν έξι χρόνια την πολιτική του. Επέμεινε χαρακτηριστικά σε αυτό, υπερασπίστηκε τους αυτοματισμούς που ορίζουν την οικονομική πολιτική του και οι όποιες αλλαγές προσδιορίστηκαν από τον ίδιο ως «σημειακές», διορθωτικές δηλαδή προς αντιμετώπιση επιμέρους κρίσεων, όπως αυτή της στέγασης των νέων, του διασυνδεδεμένου δημογραφικού και των συνεπειών της κλιματικής κρίσης. Έτσι, ο πυρήνας της πολιτικής του παρέμεινε αμετάβλητος. Για τον πρωθυπουργό, η κυβέρνηση οφείλει να διατηρεί την οικονομία σταθερή, τα δημόσια οικονομικά υγιή, προστατευμένα από υπερβάλλουσες δαπάνες και υπονομευτικά ελλείμματα, και τις γενικότερες συνθήκες ευνοϊκές για την ανάπτυξη κυρίως του ιδιωτικού τομέα, του μόνου που μπορεί να εγγυηθεί τη δημιουργία νέου πλούτου, περισσότερων και καλύτερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας και μαζί ένα περιβάλλον οικονομικής ευημερίας και προόδου.
Γι’ αυτό και απέφυγε οποιαδήποτε ουσιαστική και δυναμική παρέμβαση στην άμεση και έμμεση φορολογία και επέλεξε η όποια αύξηση δαπανών να κατευθυνθεί στην άμυνα, στην Υγεία, στην Παιδεία και, μέσω μικρών αυξήσεων σε χαμηλόμισθους μισθωτούς και συνταξιούχους και κυρίως μέσω επιδομάτων, στους ασθενέστερους που κινούνται στα όρια της φτώχειας. Όσον αφορά τη διαμόρφωση των αναπτυξιακών συνθηκών, θα υποστηριχθεί σχεδόν αποκλειστικά από τους διαθέσιμους υψηλούς πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, του ΕΣΠΑ και του συγχρηματοδοτούμενου και από εθνικούς πόρους Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
Υπομονή και πίστη
Αυτή την αλυσίδα δημιουργίας και αυτοματισμών υπερασπίζεται ο κ. Μητσοτάκης, υποσχόμενος μέσες αμοιβές 1.500 ευρώ στην αρχή του 2027. Και αυτός είναι ο δρόμος, ή καλύτερα ο στενός τριετής διάδρομος, που προτείνει στον ελληνικό λαό ζητώντας υπομονή και πίστη.
Η κυβέρνηση διατηρεί, σε τούτους τους αβέβαιους καιρούς, συνθήκες σταθερότητας και δημιουργεί συνθήκες βιώσιμης ανάπτυξης για τις επιχειρήσεις, οι οποίες με τη σειρά τους οφείλουν να τις εκμεταλλευθούν και να αναδιανείμουν τα κέρδη και τα οφέλη στην κοινωνία.
Πολλές αντιρρήσεις μπορεί να έχει κανείς για τον «συντηρητικό» δρόμο που επιλέγει και για τα μέσα που χρησιμοποιεί. Ωστόσο, η πρότασή του πρωθυπουργού συνιστά έναν διάδρομο ασφαλή, όπως λέει ο ίδιος, για το μέλλον, με τους λιγότερους δυνατούς κινδύνους.
Οι αντίπαλοί του βεβαίως τον θεωρούν καταστροφικό. Με τη διαφορά, ωστόσο, ότι απέναντί του διατηρείται το απόλυτο κενό. Κακά τα ψέματα, άλλη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, επί του παρόντος τουλάχιστον, δεν υφίσταται. Το περασμένο Σαββατοκύριακο, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έζησε το δράμα Κασσελάκη. Ο υπερφίαλος αρχηγός εξέπεσε του αξιώματος ως ακατάλληλος και επικίνδυνος, και ο ΣΥΡΙΖΑ θα χρειαστεί πολύ χρόνο προκειμένου να μαζέψει τα κομμάτια του και να ανασυγκροτηθεί, αν το καταφέρει ποτέ. Η ζημιά που υπέστη από την ούτε καν δωδεκάμηνη ηγεσία του Κασσελάκη είναι μεγίστη, πλήγωσε βαριά την Αριστερά και έφθειρε ακόμη και τις όποιες φιλόδοξες εφεδρείες του χώρου. Θα χρειαστούν αρκετοί μήνες προκειμένου να βρει αξιόπιστη ηγεσία και να επανέλθει με αξιώσεις στο πολιτικό σκηνικό. Αν επανέλθει ποτέ.
Και ο έτερος πόλος της αντιπολίτευσης, το υπό συνεχή διαταραχή ΠΑΣΟΚ, ζει τη δική του κρίση ταυτότητας και, επί του παρόντος, δεν βεβαιώνεται από πουθενά ότι θα εκμεταλλευθεί τη μόνη ευκαιρία ανασυγκρότησης που διαθέτει.
Θα χρειαστούν πολλές –κατά Τσίπρα– απογοητεύσεις και αποτυχία του δόγματος Μητσοτάκη, προκειμένου να στηθεί απέναντί του αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση. Μέχρι τότε, ο πρωθυπουργός θα εξακολουθεί να κυριαρχεί, αλλά και να μας διδάσκει πολιτικό πολιτισμό. Ακόμα και στη συνέντευξή του με τους δημοσιογράφους στη Θεσσαλονίκη, παρατηρούσε κανείς τον πολιτισμένο τρόπο του απέναντι σε κάθε είδους αντιπολίτευση, ακόμα και εσωτερική. Ένα ακόμα από αυτά που τον ξεχωρίζουν. Και άφηνε τους άλλους, τους… γκρινιάρηδες, να διαγκωνίζονται με τοξικότητα, λεονταρισμούς της δεκάρας και διχαστικούς λόγους για το ποιος θα «γκρεμίσει τον Μητσοτάκη» και τη «χειρότερη και πιο επικίνδυνη κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης»… Τοξικοί, διχαστικοί, απρεπείς, ακυρωτικοί.
Έτσι χωρίς πρόγραμμα, δίχως σχέδιο, με ελάχιστο ενδιαφέρον για θέματα ουσίας. Ασχολούνται με οτιδήποτε άλλο και όχι με το πώς η χώρα θα αντιμετωπίσει τα τεράστια προβλήματα που την περιβάλουν. Πώς θα φέρει επενδύσεις και πώς θα βελτιώσει αισθητά το βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Έτσι όμως δεν… γκρεμίζεται ο Μητσοτάκης.
του Φώτη Σιούμπουρα