Θα ήταν άδικο να υποστηρίξει κανείς ότι η παρούσα κυβέρνηση
δεν έκανε τίποτε για να ανεβάσει το βιοτικό επίπεδο των πολιτών και ότι δεν πήρε μέτρα…
αλλά δεν φτάνει, όπως είπε και ο πρωθυπουργός
Η πραγματικότητα είναι αυτό που καταγράφεται στην τελευταία έρευνα της Eurostat, σύμφωνα με την οποία η πλειονότητα των Ελλήνων αισθάνεται ότι η οικονομική τους θέση επιδεινώθηκε, ότι έγιναν φτωχότεροι…
Μπορεί η κυβέρνηση να επαίρεται για τις επιτυχίες της στον οικονομικό τομέα, προβάλλοντας την ανάπτυξη που κινείται πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, τη μείωση της ανεργίας κάτω από 10% αλλά και των φόρων, την αύξηση των εσόδων από φόρους λόγω της μείωσης της φοροδιαφυγής, καθώς και τις επενδύσεις που σε μεγαλύτερο βαθμό οφείλονται στο Ταμείο Ανάκαμψης και τα κοινοτικά προγράμματα ΕΣΠΑ, αλλά… Αυτό το «αλλά» θέλησε να εξηγήσει με ειλικρίνεια ο πρωθυπουργός, απευθυνόμενος στους υπουργούς, στο Υπουργικό Συμβούλιο της περασμένης εβδομάδας. «Έχουμε», είπε, «λάβει σημαντικά μέτρα και κάναμε καλή διαχείριση στην οικονομία τα τελευταία πέντε χρόνια και έχουμε καλά αποτελέσματα, αλλά δεν φτάνει… Πολλοί συμπολίτες μας αντιμετωπίζουν προβλήματα, κυρίως λόγω του συσσωρευμένα αυξημένου κόστους ζωής. Είναι δυσαρεστημένοι (και κάποιοι) ολοένα και περισσότερο και (γι’ αυτό) απαιτείται απόλυτη συναίσθηση της πραγματικότητας». Και ποια είναι η πραγματικότητα, που δεν αποτυπώνεται στις αισιόδοξες –κατά κανόνα– διακηρύξεις των υπουργών, όπως παραδέχτηκε και ο πρωθυπουργός; Η πραγματικότητα είναι αυτό που καταγράφεται στην τελευταία έρευνα της Eurostat, σύμφωνα με την οποία η πλειονότητα των Ελλήνων αισθάνεται ότι η οικονομική τους θέση επιδεινώθηκε, ότι έγιναν φτωχότεροι. Είναι αυτό που ως φαινόμενο αποκαλείται στη γλώσσα των ειδικών «οικονομική κατάθλιψη», η οποία διακατέχει όλο και ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας, όταν την ίδια ώρα η οικονομία, όπως προκύπτει από όλους τους δείκτες, βελτιώνεται και μάλιστα αισθητά.
Όσον αφορά τους δυσαρεστημένους, ναι αυτοί είναι πολλοί.
Κατ’ αρχήν, εδώ και πολύ καιρό ολοένα και περισσότερα μέλη της «μεσαίας τάξης» δυσανασχετούν. Μιας «μεσαίας τάξης» που ποδοπατήθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αλλά δεν έτυχε και της ιδιαίτερης προσοχής από τη σημερινή κυβέρνηση.
Δυσαρεστημένοι είναι και όσοι εργάζονται και δεν «βγάζουν» αρκετά για να στηρίξουν μια ζωή, όμοια με εκείνην στην οποία τους έμαθε η πατρική/μητρική προστασία.
Δυσαρεστημένοι είναι όσοι δεν βρίσκουν δουλειά που να τους «ικανοποιεί», εργάζονται τόσο-όσο απαιτεί η συντήρηση του επιδόματος ανεργίας ή, στην επαρχία, μέχρι τα 8.400 του αγροτικού εισοδήματος ή κάποιο άλλο όριο που τους εξασφαλίζει τη συμμετοχή τους στα κονδύλια κοινωνικής αλληλεγγύης.
Και δυσαρεστημένοι είναι όσοι σπουδαστές πληρώνουν ακριβά ενοίκια και όσοι νέοι δεν σκέφτονται να κάνουν οικογένεια, όχι γιατί δεν θέλουν, αλλά επειδή τα οικονομικά δεν φτάνουν να αναθρέψουν παιδιά, να νοικιάσουν ή πολύ περισσότερο να αγοράσουν σπίτι.
Σε μεγάλο ποσοστό, όλοι αυτοί μαζί δηλώνουν, στις δημοσκοπικές έρευνες, ότι η κυβέρνηση δεν κάνει αρκετά για να ελέγξει την ακρίβεια, να επιλύσει προβλήματα της καθημερινότητας, να βελτιώσει την οικονομική τους κατάσταση. Εύκολα μπορεί να πει κανείς πως έχουν δίκαιο, αφού το μέρος της κοινωνίας μας που είναι εκτεθειμένο στις κακουχίες είναι μεγάλο και ιδίως όταν αναλογιστούμε την ανισότητα στην κατανομή όσων χρειάζεται κανείς για να απολαμβάνει τα «αγαθά» της καταναλωτικής κοινωνίας μας. Κάπως έτσι, όμως, μαζεύεται πολύς θυμός. Η δημοκρατική κάλπη, που αντικατέστησε τις ιστορικές αγριότητες, πυρπολήσεις, τρομοκρατικές πράξεις, ακόμη και τα ικριώματα άλλων εποχών, όταν στήνεται σε ακατάλληλη στιγμή, βγάζει διαβόλους. Προηγείται ο άκρατος λαϊκισμός.
Συνέβη τρεις συνεχόμενες φορές το 2015. Συνέβη σε άλλες, μεγάλες και πολύ καλύτερα οργανωμένες χώρες, συνέβη τελευταίως στην Αμερική, μπορεί να συμβεί και εδώ, όπου στους αυτοαποκαλούμενους αντισυστημικούς, αλλά και στα άκρα (δεξιά και αριστερά), μαζεύονται πολλοί. Προφανώς και δεν βρίσκονται στην ίδια πλευρά, υπάρχει όμως κάτι που αθροίζεται: Τα όσα λένε. Τα συνθήματα, οι «αναλύσεις», οι αναφορές, η εκ μέρους τους υπόδειξη του «εχθρού» και, το χειρότερο, η ομοιότητα των ύβρεων.
Όσο είναι καιρός όμως και πριν φθάσουμε στις κάλπες, ας καθίσουμε να σκεφτούμε σοβαρά τι συμβαίνει στη βάση της κοινωνίας. Κυρίως, όμως, αυτοί που έχουν σήμερα την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας. Το είπε ο πρωθυπουργός: «Πάμε καλά, αλλά…». Αλλά ας μας εξηγήσουν την πραγματικότητα και ας δουν ποια ριζικά μέτρα πρέπει να ληφθούν για να αλλάξει η κατάσταση προς το καλύτερο. Ναι, θα ήταν άδικο αν υποστηρίξει κανείς ότι η παρούσα κυβέρνηση δεν έκανε τίποτε για να ανεβάσει το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, που είχε πληγεί βαθύτατα την εποχή των μνημονίων. Ότι δεν έκανε βαθιές μεταρρυθμίσεις, για να βελτιώσει παθογένειες . Ότι δεν προσπαθεί για το καλύτερο, όσο της επιτρέπουν και τα δημοσιονομικά δεδομένα. Αλλά χρειάζεται να γίνουν ακόμη πολλά. Χρειάζονται γενναίες αποφάσεις, χωρίς να υπολογίζεται το αποκαλούμενο πολιτικό κόστος. Χρειάζεται να ληφθούν, «εδώ και τώρα», αποτελεσματικά μέτρα για την εμπέδωση του κράτους δικαίου, χωρίς την απεμπόληση ηθικών αρχών και αξιών. Και, το κυριότερο, απαιτείται άμεσα η λήψη μέτρων για την επίλυση χρόνιων προβλημάτων της καθημερινότητας. Προβλημάτων στην Αγορά, στην Υγεία, στο Δημόσιο και τη γραφειοκρατία, στο κυκλοφοριακό. Μέτρων που θα βελτιώσουν το επίπεδο της ζωής των πολιτών. Αλαζονικές τάσεις, ελιτίστικες συμπεριφορές κυβερνητικών παραγόντων προς την κοινωνική βάση, πολιτική της προπαγάνδας και αυτοαναφορικές ανακοινώσεις προσφέρουν μόνον αυτοϊκανοποίηση. Καλά τα μέτρα για την οικονομία, αλλά δεν φτάνουν…, που λέει και ο πρωθυπουργός.
Γιατί «είναι η πραγματικότητα, αγαπητέ μου, η πραγματικότητα», θα απαντούσε κανείς, παραφράζοντας το υπό του άλλοτε Βρετανού πρωθυπουργού Χάρολντ Μακ Μίλαν λεχθέντος «είναι τα γεγονότα, αγαπητέ μου, τα γεγονότα»…
του Φώτη Σιούμπουρα