Τα «κρυφά» στοιχεία των δημοσκοπήσεων οδηγούν σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια εν εξελίξει επαναχάραξη του πολιτικού χάρτη της χώρας. Η ρευστοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, η υποκατάστασή του από το ΠΑΣΟΚ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σε συνδυασμό με τη δημοσκοπικά παρατηρούμενη έστω και μικρή άνοδο των ποσοστών του κόμματος του Ν. Ανδρουλάκη, η πληθώρα από μικρότερα κόμματα της Αριστεράς και Ακροδεξιάς –ένδεκα αν συνυπολογίσουμε το νέο κόμμα Κασσελάκη, την ομάδα των ανεξάρτητων βουλευτών και το κόμμα της Λατινοπούλου–αποτελούν στοιχεία που οδηγούν στο, υπό διαμόρφωση, νέο πολιτικό σκηνικό.
Ένα σκηνικό όμως που δεν φαίνεται κατ’ αρχήν να επηρεάζει ή να απειλεί τη διαμορφωθείσα κανονικότητα. Δηλαδή την κυβερνητική σταθερότητα με τη σαφή υπεροχή του κυβερνώντος κόμματος και την κυριαρχία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Σημαντικό είναι ότι στο νέο πολιτικό σκηνικό και κάτω από τις διαμορφωθείσες νεότερες συνθήκες διαγράφεται η επιστροφή σε έναν υγιή δικομματισμό, με πρωταγωνιστές τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα και πως οι σταθερές του πολιτικού συστήματος είναι πλέον δύο: η Νέα Δημοκρατία, κυρίαρχη στο πολιτικό σκηνικό αλλά με σαφώς μειωμένα ποσοστά, και το ΠΑΣΟΚ, το οποίο ήδη λειτουργεί ως αξιωματική αντιπολίτευση και παρουσιάζει ελαφρά δημοσκοπική άνοδο. Χαρακτηριστικό πάντως της εικόνας που παρουσιάζει το νέο πολιτικό σκηνικό είναι και το ότι στους έξι μήνες που μεσολάβησαν από τις ευρωεκλογές, παρότι η δυσαρέσκεια που εκφράζουν οι πολίτες για την ακρίβεια και την κατάσταση του κράτους δεν έχει μειωθεί, η ΝΔ παραμένει δημοσκοπικά στα ποσοστά της ευρωκάλπης και λίγο πιο πάνω. Παράλληλα, η διαγραφή Σαμαρά μετά την έντονη διαφοροποίησή του δεν φαίνεται να έχει επίπτωση στα ποσοστά του κυβερνώντος κόμματος. Η γενική αυτή εικόνα αποτυπώνεται και στο σύνολο των τελευταίων δημοσκοπήσεων, τα «κρυφά» στοιχεία των οποίων αν μελετήσει κανείς επισταμένως θα καταλήξει σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Βάσει των στοιχείων και των τελευταίων δημοσκοπήσεων, η ΝΔ δείχνει να έχει κερδίσει σταθερά τους περισσότερους ψηφοφόρους του κεντρώου χώρου.Η μετακίνησή της όμως πιο πολύ προς το Κέντρο επέτρεψε να δημιουργηθεί στα δεξιά της ένας ακροδεξιός πόλος, με κόμματα που αθροίζουν ένα ποσοστό 20%. Στο άλλο άκρο του συστήματος, αυτό της Αριστεράς, τα κόμματα με δυνατότητες εισόδου στη Βουλή προσεγγίζουν το 25% (ωστόσο υπάρχει ο παράγοντας ΚΚΕ, ένα κόμμα που δεν εμφανίζεται ανοιχτό σε συνεργασίες και αφαιρεί από το άθροισμα). Η μετακίνηση της ΝΔ προς το Κέντρο δημιουργεί θέμα στο ΠΑΣΟΚ, ιδιαίτερα τώρα που έγινε ο βασικός ανταγωνιστής της κυβέρνησης ως αξιωματική αντιπολίτευση. Έτσι, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν σαφώς τοποθετημένος στην Αριστερά (το όποιο Κεντροαριστερό άνοιγμα ναυάγησε), το Κεντροαριστερό ΠΑΣΟΚ είναι αναγκασμένο να πατάει σε δύο βάρκες. Όσο κλίνει προς τα αριστερά για να αντλήσει ψήφους από τα αριστερά κόμματα, τόσο ενοχλεί τους κεντρώους και τούμπαλιν.
Στο σημείο που βρισκόμαστε, με ένα κομματικό τοπίο που χαρακτηρίζεται από κατακερματισμό και ρευστότητα, η ΝΔ και ο Μητσοτάκης ευνοούνται από το αντικειμενικό status του κυβερνητικού κόμματος που έχει την ευθύνη να διαχειρίζεται τα προβλήματα, παρά το γεγονός ότι σε ορισμένους τομείς η αξιολόγηση των πολιτών είναι αρνητική. Το status του κυβερνητικού κόμματος είναι από μόνο του σημαντικό, καθώς υπενθυμίζεται στους πολίτες καθημερινά από την ορατότητα που έχει ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί της κυβέρνησης. Το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ δεν δίνει ακόμη την εικόνα μιας ομάδας που λειτουργεί ως σκιώδες υπουργικό συμβούλιο λειτουργεί κι αυτό υπέρ της ΝΔ. Το δεύτερο στοιχείο που ενισχύει τη ΝΔ είναι τα χαρακτηριστικά της ψήφου στις εθνικές εκλογές. Όλα όσα συζητάμε σήμερα για τις επιδόσεις της κυβέρνησης και των κομμάτων θα καταλήξουν σε μια απόφαση που θα ληφθεί μια συγκεκριμένη ημέρα, από την ανατολή έως τη δύση του ηλίου. Το πιθανότερο είναι ότι αυτό θα συμβεί σε δυόμισι χρόνια από σήμερα, την άνοιξη του 2027. Και ο χρόνος δείχνει να λειτουργεί υπέρ του κυβερνώντος κόμματος.
Γιατί όμως αυτό το γεγονός, που στο κάτω-κάτω είναι γνωστό, λειτουργεί υπέρ της ΝΔ; Ο πρώτος λόγος είναι ότι η ΝΔ, με μια διαφορά περίπου 10 μονάδων από το ΠΑΣΟΚ, δεν φαίνεται να απειλείται σε ό,τι αφορά την πρώτη θέση. Ο δεύτερος είναι ότι μέχρι τις επόμενες εκλογές κάποιος πρέπει να κάνει τη δουλειά της διακυβέρνησης. Προς το παρόν, το μόνο σύνολο ανθρώπων που προβάλλει αυτή την εικόνα προς την κοινή γνώμη είναι η κυβέρνηση. Ο πρωθυπουργός και κάποιοι κορυφαίοι υπουργοί. Ο τρίτος λόγος είναι ότι οι ψηφοφόροι γνωρίζουν ότι στην εθνική κάλπη δεν θα έχουν στα χέρια τους ιδανικές επιλογές, αφού στον ορίζοντα δεν διαφαίνεται και κάποιος κομματικός σχηματισμός που θα μπορούσε να αποτελέσει μια καλή, την καλύτερη, εναλλακτική πρόταση εξουσίας.
Έτσι και στο σημερινό πολιτικό σκηνικό, όπως αυτό διαμορφώνεται και μετά από πεντέμισι έτη στην εξουσία, οι ελπίδες για κάτι καλύτερο στρέφονται πάλι προς την πλευρά των κυβερνώντων. Η άνοδος όμως ή μη του κυβερνητικού κόμματος στις δημοσκοπήσεις και στη μελλοντική κάλπη δεν εξαρτάται πια μόνον από την παράσταση ηγεσίας του Μητσοτάκη. Εξαρτάται κυρίως από τα αποτελέσματα στους κρίσιμους τομείς της ακρίβειας, της καθημερινότητας, των μεγάλων έργων (π.χ. η ολοκλήρωση του Μετρό της Θεσσαλονίκης), αλλά και της λειτουργίας του κράτους. Στο Μαξίμου είναι αντιμέτωποι με τη βασική αποστολή τους: Να κυβερνήσουν και να υλοποιήσουν αλλαγές και βελτιώσεις που έχουν υποσχεθεί και –κυρίως– αυτές να έχουν αισθητά αποτελέσματα. Σε διαφορετική περίπτωση υπάρχει κίνδυνος η κανονικότητα να διαταραχθεί, με την επιστροφή του εξαϋλωμένου πια αριστερού λαϊκισμού. Με άλλη μορφή όμως αυτή τη φορά.
του Φώτη Σιούμπουρα