Η συζήτηση γύρω από την επανεμφάνιση του Αλέξη Τσίπρα στο πολιτικό σκηνικό και τα σενάρια για τη
δημιουργία νέου κόμματος είναι εδώ. Ωστόσο, όσο κι αν ο ίδιος επιχειρεί να καλλιεργήσει προσδοκίες, η πραγματικότητα είναι αδυσώπητη: Το έδαφος για μια νέα πολιτική προσπάθεια δεν είναι απλώς άγονο, είναι εχθρικό. Και αυτό δεν οφείλεται μόνο στο ότι είναι ανέτοιμη η κοινωνία για ακόμη ένα κομματικό εγχείρημα, οφείλεται κυρίως στο ότι ο ίδιος ο Τσίπρας αδυνατεί πια να αποτελέσει πειστικό διεκδικητή της πρωθυπουργίας.
1 Δεν ζούμε πια στην εποχή των μνημονίων – άρα ούτε στην εποχή του αφηγήματός του
Το 2010-2014 υπήρξαν τα χρόνια της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης, της κοινωνικής απόγνωσης, της οργής που αναζητούσε στόχους και εκτόνωση. Σε εκείνο το περιβάλλον, ο Τσίπρας βρήκε πολιτικό καύσιμο: Οι «κακοί
δανειστές», οι «γερμανοτσολιάδες», οι εύκολες υποσχέσεις περί σκισίματος των μνημονίων. Ήταν μια
περίοδος που, δικαίως ή αδίκως, επέτρεπε σε μια αντισυστημική ρητορική να «ανθίσει» και σε έναν
χαρισματικό δημαγωγό να ανέβει στο κύμα.
Σήμερα δεν υπάρχουν μνημόνια. Δεν υπάρχουν «κακοί ξένοι» που πιέζουν την Ελλάδα, ούτε «πρόθυμοι υποτακτικοί» που εκτελούν εντολές. Η χώρα βρίσκεται σε μια εντελώς διαφορετική φάση: δημοσιονομικά σταθερή, με ανάπτυξη, ενταγμένη σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο που δεν θυμίζει σε τίποτα το 2014.
Αντίθετα είναι εκείνη που πρωτοπορεί και πρωταγωνιστεί σε μια σειρά από καίρια ζητήματα, με
τελευταία επιτυχία εκείνη της υποψηφιότητας του Κυριάκου Πιερρακάκη για την ηγεσία του Eurogroup. Συνεπώς, ο Τσίπρας δεν έχει πλέον το πατριωτικό αφήγημα που τον απογείωσε. Δεν μπορεί να χτίσει πάνω σε μια κρίση που δεν υπάρχει. Η εποχή που του επέτρεψε να γίνει πρωθυπουργός έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
2 Έχει δοκιμαστεί – η κοινωνία δεν έχει να περιμένει τίποτα νέο από αυτόν
Σε αντίθεση με το 2015, όπου ο Τσίπρας ήταν άφθαρτος, σήμερα ο κόσμος γνωρίζει τι μπορεί να προσφέρει. Και κυρίως τι δεν μπορεί. Κατά την τετραετία της διακυβέρνησής του, η μεσαία τάξη υπέστη πρωτοφανή αφαίμαξη μέσω της υπερφορολόγησης, με στόχο την επίτευξη εξωπραγματικών πλεονασμάτων. Η πολιτική του έπληξε ακριβώς αυτούς που αποτελούν τον κορμό της ελληνικής οικονομίας.
Παράλληλα, ποτέ δεν συγκρούστηκε πραγματικά με το μεγάλο κεφάλαιο – παρά τη ρητορική του. Αντιθέτως, επέλεξε εύκολους στόχους: επαγγελματίες, μικρομεσαίους, ανθρώπους της καθημερινότητας που είδαν τα εισοδήματά τους να αποδυναμώνονται. Τι νόημα έχει λοιπόν να ξαναδοκιμάσει η κοινωνία κάτι που δοκιμάστηκε και απέτυχε; Πού βρίσκεται το νέο, το φρέσκο, το ελπιδοφόρο που δήθεν φέρνει μαζί του;
3 Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν έχει ξεχαστεί
Όσο κι αν επιχειρείται η πολιτική της απομείωση, η Συμφωνία των Πρεσπών παραμένει ένα από τα πιο φορτισμένα ζητήματα της διακυβέρνησης Τσίπρα. Για ένα σημαντικό κομμάτι της κοινής γνώμης, αυτή η επιλογή εξακολουθεί να αποτελεί πληγή, ανεξάρτητα από τη διεθνή της
αποδοχή. Πολιτικά, είναι ένα βάρος που δεν έχει
σβήσει και ένα ζήτημα που εξακολουθεί να τον απομακρύνει από κρίσιμα εκλογικά ακροατήρια, ειδικά
στη Βόρεια Ελλάδα.
4 Χωρίς αφήγημα, χωρίς στελέχη, χωρίς κοινωνική δυναμική
Το μεγαλύτερο πρόβλημα του Αλέξη Τσίπρα δεν είναι το παρελθόν του. Είναι το παρόν του. Δεν διαθέτει σήμερα ούτε σαφές αφήγημα, ούτε αξιόπιστη ομάδα στελεχών, ούτε κοινωνική δυναμική. Το κόμμα που οραματίζεται μοιάζει περισσότερο με ένα προσωπικό πολιτικό καταφύγιο, παρά με μια σοβαρή διεκδίκηση εξουσίας. Οι εποχές
του 2015 δεν επιστρέφουν. Η χώρα άλλαξε, οι προτεραιότητες άλλαξαν, οι πολίτες έχουν διαφορετικές
απαιτήσεις. Και ο Τσίπρας δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί σε αυτό το νέο τοπίο.
Συμπέρασμα
Ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί να επιδιώκει μια νέα αρχή, ωστόσο δεν έχει ούτε τον πολιτικό χώρο, ούτε το κατάλληλο περιβάλλον, ούτε την κοινωνική νομιμοποίηση για να διεκδικήσει ξανά την πρωθυπουργία. Έχει δοκιμαστεί, έχει
κριθεί και φέρει βαρίδια που δεν μπορεί να αποτινάξει. Και κυρίως, δεν έχει να παρουσιάσει τίποτα που να εμπνέει ή να δημιουργεί νέα προοπτική για τη χώρα. Σε μια εποχή που η Ελλάδα χρειάζεται σοβαρές λύσεις
και όχι επιστροφές στο παρελθόν, η πολιτική πρόταση Τσίπρα μοιάζει ήδη ξεπερασμένη και καταδικασμένη
στο να αποτύχει.
Γράφει ο Στρατής Κοκκινέλλης
Φιλόλογος – δημοσιογράφος

