Η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να εμβαθύνει την αμυντική της συνεργασία με τις ΗΠΑ, γιατί έτσι ενισχύεται η ασφάλεια στην περιοχή μας, αλλά και η σχέση αυτή επιφέρει σημαντικά οφέλη στον τομέα της εκπαίδευσης, της οργάνωσης και του εξοπλισμού των Ενόπλων μας Δυνάμεων».

Αυτά τόνισε, μεταξύ άλλων, ο βουλευτής Λακωνίας της ΝΔ θανάσιος Δαβάκης, μιλώντας στο «Π».

Εδώ και αρκετά χρόνια, εκλέγεστε σταθερά πρώτος σε μία ιδιαίτερα απαιτητική εκλογική περιφέρεια, τη Λακωνία. Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας;

Το «μυστικό» είναι να συμβάλεις από τη θέση σου στη δημιουργία αποτελεσμάτων που βελτιώνουν ουσιαστικά την ευημερία, την καθημερινότητα και τις προοπτικές των πολιτών. Τα πολιτικά «πυροτεχνήματα», οι κενές υποσχέσεις και τα «κατόπιν ενεργειών μου» έχουν μικρή διάρκεια ζωής στην πολιτική.

Αυτό μπορεί να ακούγεται τετριμμένο, αλλά δεν είναι ούτε αυτονόητο ούτε εύκολο, όταν μάλιστα πολιτεύεσαι για μεγάλο χρονικό διάστημα υπό αντίξοες συνθήκες. Τα περισσότερα χρόνια της πολιτικής μου πορείας ήμουν βουλευτής της αντιπολίτευσης, ενώ και στις περιόδους που βρισκόμουν στα έδρανα της συμπολίτευσης οι συνθήκες δεν ήταν πάντα εύκολες για την προώθηση των μεγάλων θεμάτων της Λακωνίας, όπως για παράδειγμα στα χρόνια των μνημονίων. Όσο, όμως, οι πολίτες βλέπουν ότι προσπαθείς ειλικρινώς και συμβάλλεις για να βρεθούν λύσεις, τόσο σε εμπιστεύονται και συνεχίζουν να σε τιμούν με την ψήφο τους. Η σχέση εμπιστοσύνης μου με τους Λάκωνες είναι σφυρηλατημένη με τα χρόνια, γιατί η πολιτική είναι Μαραθώνιος και όχι «κατοστάρι»…

Πιστεύετε ότι η παρούσα κυβέρνηση τα έχει πάει καλά μέχρι τώρα, με βάση αυτά τα κριτήρια;

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει καταφέρει ταυτόχρονα να θωρακίσει τη δημόσια υγεία, να στηρίξει την οικονομία –η οποία υφίσταται πρωτοφανείς πιέσεις– και να προστατεύσει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και τα εθνικά μας συμφέροντα απέναντι στις επιθετικές διαθέσεις της Τουρκίας. Όλα αυτά δεν είναι θεωρητικά, αλλά μεταφράζονται στην πράξη σε προστασία της υγείας, των εισοδημάτων και της ποιότητας της ζωής των πολιτών.

Παράλληλα, υλοποιεί το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα για το οποίο εξελέγη με όσο το δυνατόν πιο ταχείς ρυθμούς. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές μεταφράζονται σε καλύτερες προοπτικές για όλους.

Για αυτό, άλλωστε, οι πολίτες αξιολογούν θετικά το κυβερνητικό έργο, όπως καταγράφεται και στις δημοσκοπήσεις.

Όπως αναφέρατε και εσείς, εδώ και πάνω από έναν χρόνο βιώνουμε μία παρατεταμένη περίοδο έντασης με την Τουρκία. Πώς κρίνετε τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση διαχειρίστηκε τα ελληνοτουρκικά σε αυτό το διάστημα;

Πιστεύω –και έχω γράψει και μιλήσει για αυτό και στο παρελθόν– ότι αυτή η κυβέρνηση αποτυπώνει στην πράξη έναν νέο τρόπο σκέψης στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και της εθνικής άμυνας, ένα «δόγμα Μητσοτάκη», το οποίο στοχεύει στην ταχεία αναβάθμιση της στρατιωτικής μας ισχύος και στην καλύτερη σύζευξή της με τη διπλωματία και την οικονομία.

Για πρώτη φορά τα τελευταία δέκα χρόνια, βλέπουμε να δίνεται σαφής προτεραιότητα στα εξοπλιστικά προγράμματα και στην αναδιάταξη των Ενόπλων Δυνάμεων, η οποία προχωρά μάλιστα με πρωτόγνωρα γρήγορους ρυθμούς.

Όσον αφορά ειδικότερα τα ελληνοτουρκικά, πιστεύω ότι τον τελευταίο ενάμιση χρόνο αποδείξαμε ότι η Ελλάδα διαθέτει τα νομικά επιχειρήματα, τα διπλωματικά εργαλεία, τα στρατιωτικά μέσα και την πολιτική βούληση που χρειάζεται για να αντιμετωπίσει την τουρκική προκλητικότητα με επιτυχία και με τη μικρότερη δυνατή ένταση.

Αναφέρεστε συχνά στην ανάγκη αναδιάταξης της αμυντικής βιομηχανίας. Πολλοί ισχυρίζονται ότι η κατάσταση στις κρατικές εταιρείες είναι μη αναστρέψιμη. Τι εννοούμε αναδιάταξη στην αμυντική βιομηχανία και είναι αυτή εφικτή;

Η εγχώρια αμυντική βιομηχανία βρίσκεται ενώπιον ενός πλέγματος ευκαιριών που διαμορφώνεται από τρεις παράγοντες: το μεγάλο εγχώριο εξοπλιστικό πρόγραμμα, τις στρατηγικές συμμαχίες με χώρες που έχουν μεγάλη παραγωγή προηγμένου αμυντικού υλικού και –τέλος– την αυξανόμενη ζήτηση από χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ για σύγχρονα οπλικά συστήματα δυτικής προέλευσης και –φυσικά– για τις σχετικές υπηρεσίες υποστήριξής τους.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ευκαιριών, η κυβέρνηση υλοποίει ένα λειτουργικό και ρεαλιστικό σχέδιο ένταξης των κρατικών βιομηχανιών στις διεθνείς αλυσίδες παραγωγής και υποστήριξης στρατιωτικού υλικού, μέσω της ανάπτυξης συμμαχιών με εταιρείες του εξωτερικού. Ήδη η ΕΑΒ, με το πρόγραμμα αναβάθμισης των F-16, μετατρέπεται σταδιακά σε διεθνές κέντρο αεροπορικής υποστήριξης, ενώ πριν από λίγους μήνες ολοκληρώθηκε η ιδιωτικοποίηση της ΕΛΒΟ, η οποία ήταν υπό εκκαθάριση. Στο πλαίσιο αυτό, είμαι αισιόδοξος και για τη συμμετοχή των ναυπηγείων μας στο υπό εξέλιξη πρόγραμμα απόκτησης τεσσάρων νέων φρεγατών και αναβάθμισης των ισάριθμων ΜΕΚΟ του Πολεμικού μας Ναυτικού.

Συνεπώς δυσκολεύομαι να κατανοήσω και να συμφωνήσω με αυτούς που ισχυρίζονται ότι τα πράγματα είναι δυσοίωνα.

Έχετε αναφερθεί πολλές φορές στο προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων ως «το καύχημα και την ασπίδα του Έθνους». Τι πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει για αυτούς;

Αυτή η φράση του Κωνσταντίνου Καραμανλή περιγράφει κυριολεκτικά το σθένος, το ηθικό και την άποψη που συνεχίζει να έχει ο ελληνικός λαός για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων.

Αυτά, άλλωστε, είναι ο πολλαπλασιαστής της ισχύος τους και απαιτείται, συνεπώς, ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που θα συμβάλει στη βελτίωση της ζωής τους.

Κάποιοι λένε ότι η χώρα έχει μετατραπεί πλέον σε μία μεγάλη αμερικανική βάση στην Ανατολική Μεσόγειο. Ποια είναι η άποψή σας;

Η χώρα διατηρεί μία επίσημη διμερή σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες τουλάχιστον από το 1990, οπότε και τέθηκε –επί Κωνσταντίνου Μητσοτάκη– σε ισχύ η σχετική Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας, ενώ η βάση της Σούδας είναι ακόμη πιο παλιά υπόθεση.

Η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να εμβαθύνει την αμυντική της συνεργασία με τις ΗΠΑ, γιατί έτσι ενισχύεται η ασφάλεια στην περιοχή μας, αλλά και η σχέση αυτή επιφέρει σημαντικά οφέλη στον τομέα της εκπαίδευσης, της οργάνωσης και του εξοπλισμού των Ενόπλων μας Δυνάμεων.

Συνέντευξη στην Ελένη Πρωτόπαππα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο