«Δεν ήθελα να σας εξαπατήσω και να σας πω ψέματα. Απλώς ήθελα να αποφύγω τη σύλληψη και να παραμείνω με το παιδί μου, έξω από τη φυλακή». Αυτά υποστήριξε κατά τη χθεσινή κατάθεσή του στους αστυνομικούς του Τμήματος Ανθρωποκτονιών της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, ο 33χρονος πιλότος, καθ’ ομολογία δράστης της δολοφονίας της 20χρονης συζύγου του Καρολάιν, στα Γλυκά Νερά, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε κατά την παρουσίαση της υπόθεσης ο επικεφαλής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, Κώστας Χασιώτης.

Όσον αφορά την χθεσινή “μαραθώνια” κατάθεση του 33χρονου πιλότου, ο κ.Χασιώτης επισήμανε ακόμη, μεταξύ άλλων: «Κατά την αρχική συζήτηση που είχαμε μαζί του και πριν προλάβουμε να του θέσουμε τα ευρήματα τής έρευνάς μας, αυτός έστρεψε τη συζήτησή μας στη σχέση που είχε με το θύμα, με το παιδί του και προς έκπληξή μας στη σχέση που είχε δημιουργηθεί με την ομάδα που ερευνούσε την υπόθεση. Αφού μας είπε, ότι το μόνο που ήθελε ήταν να αποφύγει τη σύλληψη για να μείνει με το παιδί του, έξω από τη φυλακή, γρήγορα οδηγήθηκε στην ομολογία της πράξης του, την οποία απέδωσε σε ένα διαπληκτισμό που είχε με τη σύζυγό του. Αυτός ο διαπληκτισμός δεν άργησε να φτάσει στο αποτέλεσμα που γνωρίζουμε. Επιβεβαίωσε τα ιατροδικαστικά ευρήματα ότι επέφερε τον θάνατο της συζύγου του με ασφυξία. Στη συνέχεια μας περιέγραψε τις κινήσεις του, όπως την παραβίαση του παραθύρου, που ο ίδιος έκανε, την έρευνα στο χώρο, την θανάτωση του σκύλου και την αφαίρεση μιας κάρτα από την κάμερα που ήταν εγκατεστημένη  στο χώρο του σαλονιού, ώστε να μην είναι διαθέσιμο στην Αστυνομία το υλικό που είχε καταγραφεί. Επίσης, μας είπε ότι ο ίδιος έδεσε τον εαυτό του και τηλεφώνησε στην Άμεση Δράση. Όλα αυτά τα έκανε προκειμένου να σκηνοθετήσει τον χώρο, έτσι ώστε να πείσει την Αστυνομία, ότι πρόκειται για ληστεία».

Σύμφωνα με όσα είπε ακόμη ο κ. Χασιώτης, οι πρώτες υποψίες των αστυνομικών για τον σύζυγο της Καρολάιν, προέκυψαν όταν διαπίστωσαν, μεταξύ άλλων, ότι δεν ήταν ιδιαίτερα ορατά τα σημάδια αντίστασης στο σώμα του, ενώ ο χώρος του σπιτιού είχε ερευνηθεί επιλεκτικά από τους υποτιθέμενους ληστές. Τόνισε, μάλιστα, ότι «ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστο το γεγονός ότι ο σκύλος ήταν κρεμασμένος στην κουπαστή της σκάλας».

Από την πλευρά της, η διευθύντρια της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛΑΣ, Πηνελόπη Μηνιάτη, επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι από την έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την ψηφιακή ανάλυση των δεδομένων προέκυψαν σημαντικές αναντιστοιχίες με τα όσα υποστήριζε ο 33χρονος. «Τέθηκαν ερωτήματα και οι απαντήσεις αποδείχθηκαν πολύτιμα και καθοριστικά στοιχεία για την εξιχνίαση της υπόθεσης», ανέφερε ακόμη η κ.Μηνιάτη.

Ο διευθυντής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, Πέτρος Τζεφέρης, τόνισε, από την πλευρά του, ότι είναι υπερήφανος για τα στελέχη της ΕΛΑΣ, που εργάζονται χωρίς ωράριο και με πάθος, ενώ έκανε ειδική μνεία στη μεθοδικότητα των αστυνομικών του Τμήματος Ανθρωποκτονιών που κατάφεραν να “κτίσουν” μια σχέση εμπιστοσύνης με τον σύζυγο του θύματος. Ο κ.Τζεφέρης υπογράμμισε ακόμη: «Δουλέψαμε από την πρώτη μέρα συντεταγμένα και με πείσμα».