Είναι φανερό πως η σκανδαλολογία θα είναι το επόμενο βήμα στην αντιπολιτευτική τακτική που έχει επιλέξει ο ΣΥΡΙΖΑ. Το «σκληρό ροκ», στο οποίο είχε επιδοθεί τους τελευταίους μήνες και που δείχνει να μην απέδωσε (τουλάχιστον δημοσκοπικά) οφέλη, δίνει σταδιακά τη θέση του στη σκανδαλολογία. Αυτό είναι κατά τα φαινόμενα και το τελευταίο όπλο μιας απεγνωσμένης αντιπολίτευσης, η οποία, στην προσπάθειά της να συντηρήσει το αφήγημα μιας «ακροδεξιάς λογικής», τη διανθίζει με δόσεις διαφθοράς. Επιχειρεί μάλιστα να ταυτίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη με πρόσωπα και πολιτικές πρακτικές, που δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα που διαμορφώνεται τα δύο τελευταία χρόνια στη χώρα μας.

Αρχικά ήταν ο… Πινοσέτ και το «ασφαλιστικό» του, μετά ο «ακροδεξιός, εθνικιστής» Όρμπαν και τώρα ο μέχρι χθες καγκελάριος της Αυστρίας Σεμπάστιαν Κουρτς, που ερευνάται για συμμετοχή του σε «σκάνδαλο χρηματοδότησης δημοσκοπήσεων». Είναι ίσως το τελευταίο στάδιο μια απεγνωσμένης αντιπολίτευσης, η οποία, αδυνατώντας να απευθυνθεί στους πολίτες μέσω προγραμματικών θέσεων και προτάσεων και βλέποντας τον χρόνο να περνά, χωρίς να ανακάμπτει, καταφεύγει στη σκανδαλολογία. Βαφτίζει διαφθορά την ενίσχυση των ΜΜΕ και τη συνδρομή τους στην καμπάνια για την ενημέρωση αντιμετώπισης του κορονοϊού και «σκάνδαλο» όλες τις δημοσκοπήσεις που φέρουν τον ΣΥΡΙΖΑ με μικρότερα ποσοστά και από αυτά που είχε κερδίσει στις προηγούμενες εκλογές. Θέλοντας ίσως να ξεχαστεί πως, όσο κυβερνούσε η «πρώτη φορά Αριστερά», δεν κατάφερε να υλοποιήσει σχέδιο άλωσης του τύπου που επιχείρησε να εφαρμόσει. Ένα σχέδιο με βοσκοτόπια, εξωχώριες εταιρείες, περίεργες διαδρομές εκατομμυρίων ευρώ και φυσικά δημοσκοπήσεις που, όχι μόνο χαμήλωναν τη διαφορά ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ψήλωναν και τη Χρυσή Αυγή.

Επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάστηκαν δημοσκοπήσεις προ των εκλογών του 2019, που τον έφερναν σχεδόν ισοϋψή με τη ΝΔ, από Μέσα που έπαιρναν κρατική διαφήμιση. Αυτές είχε πιστέψει και ο Αλέξης, και έλεγε ότι από τον Κυριάκο, που τον «έχει για πρωινό», ούτε μία στο εκατομμύριο να χάσει. Και τώρα αδυνατούν να κατανοήσουν εκεί στην Κουμουνδούρου ότι δεν τους φταίνε ούτε οι δημοσκοπικές εταιρείες ούτε τα ΜΜΕ. Τους φταίει ο κακός ο εαυτός τους και τους φταίει διττά: Αφενός για την κυβερνητική τους θητεία, την οποία ο λαός αξιολόγησε στις εκλογές του 2019. Και προφανώς τη βίωσε ως τόσο κακή, που στη μνήμη του διατηρείται ακόμη. Αφετέρου για τη σημερινή πολιτική του: Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα εκπέμπει την εικόνα ενός περιθωριακού, ιδεοληπτικού, επιθετικού κόμματος, το οποίο απέχει συνεχώς από τις επιλογές της πλειοψηφίας.

Έχουμε ξεπεράσει το μέσον της κυβερνητικής θητείας και, σύμφωνα με όλες –με όλες!– τις μετρήσεις, η διαφορά υπέρ του κυβερνώντος κόμματος κινείται σε διψήφια ποσοστά, ενώ η όποια υπαρκτή δημοσκοπική φθορά της ΝΔ δεν μετατρέπεται σε ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ. Εδώ δεν μιλάμε για ανατροπή του πολιτικού σκηνικού, αλλά ούτε καν για πιθανότητα μιας εκλογικής μάχης κάποιων αξιώσεων. Γι’ αυτό και αυτή την εποχή το τοπίο στον ΣΥΡΙΖΑ παραμένει κινούμενη άμμος. Το μόνο που επιχειρεί να πετύχει τώρα ο κ. Τσίπρας είναι με κάθε τρόπο να συσπειρώσει ψηφοφόρους και να δημιουργήσει συνθήκες οργής και αγανάκτησης.

Στους μέχρι τώρα υψηλούς τόνους, στον λαϊκισμό, στο διχαστικό κλίμα και στο «όχι σε όλα», ακόμη και στη συμφωνία με τη Γαλλία, προσθέτει τη «μάχη» κατά της διαφθοράς και των σκανδάλων. Μόνο που και η «μάχη» αυτή της σκανδαλολογίας, που δίνει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θυμίζει κυνήγι μαγισσών και ανεμόμυλων σε μια παράστασή που δεν βρίσκει θεατές.

 

του Φώτη Σιούμπουρα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο