Συνήθως, στο μέσον μιας κυβερνητικής θητείας και όσο πλησιάζει ο χρόνος των εκλογών, την αγωνία την έχει αυτός που κυβερνά και (μοιραία) φθείρεται, επειδή με τις αποφάσεις που παίρνει πληρώνει πολιτικό κόστος και δυσαρεστεί.

Στη χώρα μας, το παράδοξο στην τωρινή συγκυρία είναι ότι την αγωνία την έχει ο άλλος: ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος βλέπει να περνούν οι μήνες, τα χρόνια, οι κρίσεις να έρχονται και να παρέρχονται και το κόμμα του να παραμένει καθηλωμένο σε ποσοστά κάτω από την εκλογική του επίδοση, του 2019. Το επιβεβαιώνουν όλα τα γκάλοπ, των οποίων όμως τα αποτελέσματα αμφισβητεί ο Τσίπρας, κατηγορώντας μάλιστα εταιρείες ως κατευθυνόμενες από την κυβέρνηση. Εσχάτως όμως το πολιτικό αυτό κλίμα ήρθαν να επαληθεύσουν τα αποτελέσματα έρευνας φιλοσυριζαϊκού Ινστιτούτου, του «Ινστιτούτου Πουλαντζάς», που έγινε για την περίοδο «Αύγουστος – Οκτώβριος 2021»: Ακόμη και με την πολύ φιλική ματιά τού Ινστιτούτου, η διαφορά υπέρ του κυβερνώντος κόμματος καταγράφηκε σε διψήφια ποσοστά, ενώ η όποια υπαρκτή δημοσκοπική φθορά της ΝΔ δεν μετατρέπεται σε ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ. Επομένως, όχι μόνο δεν μπορεί να μιλήσει κάποιος για ανατροπή του πολιτικού σκηνικού, αλλά ούτε καν για πιθανότητα μιας εκλογικής μάχης κάποιων αξιώσεων. Θα πείτε, τότε γιατί ο Αλέξης Τσίπρας τις τελευταίες ημέρες επαναλαμβάνει το «αν ο Μητσοτάκης δεν μπορεί, ή αν δεν θέλει, τότε ας αφήσει τη χώρα σε μας που θέλουμε και μπορούμε»; Είναι παράδοξο. Και είναι παράδοξο γιατί ζητά οικειοθελή αποχώρηση εκλεγμένου πρωθυπουργού από την κυβέρνηση και όχι πρόωρες εκλογές. Αλλά βέβαια τι να πει στον πρωθυπουργό, «κάνε εκλογές αύριο», ενώ ξέρει ότι χάνει με 10-12 μονάδες στις δημοσκοπήσεις και 16-20 στην προσωπική σύγκριση; Δύσκολο να ομολογήσεις ότι είσαι χαμένος.

Προφανώς, το αίτημα των εκλογών διατυπώνεται όταν υπάρχει πιθανότητα να γίνει πιστευτό στην κοινή γνώμη. Όταν, δηλαδή, ένα κόμμα βλέπει άνοδο στα ποσοστά του, ενίσχυση στην παράσταση νίκης, διαθέτει μια πειστική σκιώδη κυβέρνηση και βγαίνει μπροστά να βροντοφωνάξει πως «οι άλλοι δεν μπορούν». Τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει. Και δεν συμβαίνει, γιατί η αντιπολίτευση αδυνατεί να καταλάβει ότι, ύστερα από μια δεκαετία κρίσης στην Ελλάδα, το μείζον σήμερα είναι ένα νέο πολιτικό αφήγημα, το οποίο δεν έχει βρει ακόμα ο ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δείχνει καθηλωμένο σε αριστερόστροφες αραχνιασμένες πολιτικές τού παρελθόντος και στο «όχι σε όλα». «Όχι» σε επενδύσεις, «όχι» στο Ταμείο Ανάπτυξης, «όχι» στο άνοιγμα της Ελλάδας σε τολμηρή διπλωματία, «όχι» σε μεταρρυθμίσεις.

Επιμένει να θυμίζει όσα θέλουμε να προσπεράσουμε σαν χώρα και κυρίως να ξεχάσουμε από την τετραετία 2015-2019. Φτωχή είναι και η αντιπαράθεση σε επίπεδο ιδεολογικής μάχης με την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Είναι εμφανής η αδυναμία πειστικής αντιπρότασης στην κυριαρχία Μητσοτάκη. Το μόνο θετικό, όπως φάνηκε με το τελευταίο «διάγγελμα» του κ. Τσίπρα, είναι ότι πήρε θέση στο θέμα της λήψης μέτρων κατά της πανδημίας και πίεσε, έστω και με ασάφειες, έστω και εμμέσως, έστω και με την «προαιρετική υποχρεωτικότητα», για πιο αυστηρά μέτρα. Δημιουργεί έτσι μια δυναμική που η κυβέρνηση μπορεί να αξιοποιήσει. Αυτή ήταν άλλωστε και η αφοπλιστική κατάληξη της δήλωσής του: «Αν ο κ. Μητσοτάκης δεν μπορεί ή αν δεν θέλει, τότε ας αφήσει χώρο σε εμάς που και θέλουμε και μπορούμε». Ο Μητσοτάκης… βέβαια είτε δεν θέλει είτε δεν μπορεί. Ο Αλέξης Τσίπρας όμως και «θέλει και μπορεί». Υπό μία φυσικά προϋπόθεση. Ότι θα του αφήσει τον χώρο ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ο οποίος όμως μέχρι στιγμής δεν έχει δείξει τέτοια σημάδια. Και ευτυχώς.

του Φώτη Σιούμπουρα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο