Έπρεπε να περάσει ένας χρόνος για να απαντήσει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην από του βήματος της Βουλής πρόκληση του πρωθυπουργού περί «γαλοπούλας που δεν βιάζεται να έρθουν τα Χριστούγεννα». Ήταν τότε που, απευθυνόμενος ο κ. Μητσοτάκης στον κ. Τσίπρα, τον προκαλούσε να ζητήσει εκλογές, αλλά, όπως έλεγε, δεν βιάζεται ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, αφού είναι σίγουρος πως θα τις χάσει. Να όμως έναν χρόνο αργότερα, το περασμένο Σάββατο, ο κ. Τσίπρας διέβη τον Ρουβίκωνα και ζήτησε την άμεση προσφυγή στις κάλπες. Δηλαδή τώρα είναι σίγουρος πως θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ; Κάθε άλλο βέβαια. Απλώς, βλέποντας τις τελευταίες δημοσκοπήσεις να δείχνουν κλείσιμο της διαφοράς μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και του υπό νέα ηγεσία ΚΙΝΑΛ και τη ΝΔ να εξακολουθεί να συντηρεί ένα πολύ μεγάλο προβάδισμα, θέλησε να δώσει τη δική του απάντηση στη φαινομενικά αποδεκτή διαπίστωση, ότι η εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος εξουσίας αρχίζει να θολώνει.

Πάντως, η… απαίτηση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης για πρόωρες εκλογές όχι μόνο δεν προκάλεσε θόρυβο, αλλά, αντίθετα, πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Σε αντίθεση με την προ έτους φράση του πρωθυπουργού περί «γαλοπούλας», η οποία μπορεί τότε να ξένισε κάποιους για το ύφος, αλλά ο βασικός λόγος που προκάλεσε θόρυβο ήταν, όπως δείχνουν και οι μέχρι τώρα αντιδράσεις του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, άλλος. Επειδή έλεγε ακριβώς μια αλήθεια και απεικόνιζε και εξακολουθεί να απεικονίζει την πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο πολιτικός αντίπαλος του Μητσοτάκη. Γιατί η πραγματική αγωνία του Αλέξη Τσίπρα, όπως έδειξε και η αντίδρασή του στο θέμα πρόωρων εκλογών, δεν είναι μια νέα επικράτηση της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά η τύχη του κόμματός του και κυρίως η δική του μετέπειτα πορεία.

Ωστόσο, όσο δεν «γκρεμοτσακίζεται» ο Μητσοτάκης, κατά πώς ονειρεύεται και λέει ο Πολάκης, όσο η πιθανότητα να κερδίσει τις επόμενες εκλογές, έστω και με μία ψήφο διαφορά, όπως φαντάζεται ο ίδιος ο Τσίπρας, και όσο η πρόταση περί «προοδευτικής διακυβέρνησης» δεν προκύπτει, αφού δεν φαίνονται στον ορίζοντα πρόθυμοι εταίροι, το θέμα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αποκτά και χαρακτηριστικά προσωπικής πολιτικής επιβίωσης για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Εντάξει, είναι παράταιρο και ίσως πολιτικά άκομψο να θέτει κανείς από τώρα ένα τέτοιο «θέμα». Όμως δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς κάποια «ιστορικά πολιτικά δεδομένα». Όπως: Ο Τσίπρας είναι ο μοναδικός αρχηγός κόμματος εξουσίας, μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου (και αυτός λόγω ειδικών συνθηκών, το 1989), που έχασε εκλογές και παρέμεινε στην αρχηγία του κόμματός του. Ο Γ. Ράλλης παραιτήθηκε μετά την ήττα το 1981. Το ίδιο και ο Ε. Αβέρωφ το 1984, ο Κων. Μητσοτάκης το 1993, ο Κ. Σημίτης (παρέδωσε την εξουσία) το 2003, πριν καν χάσει το ΠΑΣΟΚ, και ο Κώστας Καραμανλής την ίδια νύχτα της ήττας το 2009. Ο Γ. Παπανδρέου εγκατέλειψε στη μέση της θητείας του το 2011 και ο Αντ. Σαμαράς αποχώρησε το 2015. Γνωρίζει λοιπόν και ο ίδιος ο Τσίπρας ότι, ύστερα από μια δεύτερη-τρίτη ήττα, δύσκολα θα μπορέσει να δικαιολογήσει την παραμονή του στη θέση του αρχηγού.

Πάντως, τώρα ζούμε την πολιτική παραδοξότητα, κατά την οποία την αγωνία, όσο αδειάζει η κλεψύδρα της κυβερνητικής θητείας, δεν την έχει αυτός που κυβερνά και φυσιολογικά υφίσταται την όποια φθορά. Την έχει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που βλέπει να περνούν οι μήνες και τα χρόνια και το κόμμα του να μένει καθηλωμένο σε ποσοστά χαμηλότερα ακόμα και από την εκλογική του επίδοση του 2019. Κάτω από αυτές τις συνθήκες και ενώ υπάρχει δυσκολία στο να προσδιοριστεί ακόμη και η ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα του κόμματος, το τοπίο γι’ αυτόν θα είναι ομιχλώδες.

Γι’ αυτό και θέλει να δείχνει τώρα ότι… βιάζεται να έλθουν τα… «Χριστούγεννα».

 

του Φώτη Σιούμπουρα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο