Υπηρέτησε τη δημοσιογραφία για περισσότερα από 30 χρόνια. Είναι ο άνθρωπος που έκανε μόδα στην Ελλάδα τις «σομόν οικονομικές σελίδες» μέσα στις μεγάλες εφημερίδες. Ο Μπάμπης Παπαδημητρίου, σε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη, μας μιλάει για την πορεία του στη δημοσιογραφία, για την απόφασή του να ασχοληθεί με την πολιτική αλλά και για τα κυβερνητικά μέτρα κατά της ακρίβειας.

Είστε ένας άνθρωπος που γνωρίζει πολύ καλά την ελληνική οικονομία. Τι είναι αυτό που χρειάζεται να γίνει άμεσα ώστε να μην επιβαρυνθούν περαιτέρω οι πολίτες από την ενεργειακή κρίση και τις ανατιμήσεις των βασικών αγαθών;

Η άμεση απάντηση αφορά δύο στόχους. Πρώτον, την υπεράσπιση του βιοτικού επιπέδου όσων έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Όπως είναι οι ευάλωτοι συμπολίτες μας –και είναι πολλοί– που στηρίζονται με το εγγυημένο εισόδημα και τα ειδικά επιδόματα ηλεκτρισμού ή θέρμανσης. Δεύτερον, την επιδότηση του ρεύματος μέχρι 300 κιλοβατώρες τον μήνα για όλα τα νοικοκυριά στην πρώτη κατοικία τους. Βεβαίως, το ίδιο πρέπει να γίνει και γίνεται τώρα με τις επιχειρήσεις. Πάντοτε όμως με την άλλη άμυνα, που είναι να ολοκληρωθεί και να γίνει μόνιμη η μείωση των φόρων, αφού αυξάνει ισόποσα το διαθέσιμο εισόδημα.

Ποια θεωρείτε ότι είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη το επόμενο διάστημα;

Η πλήρης επαναφορά της οικονομίας στην πορεία που είχε αρχίσει να ακολουθεί, πριν ενσκήψει η πανδημία. Η επιτάχυνση της ανάπτυξης με τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων με μείωση της ανεργίας. Και, τέλος, η διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας. Ο τριπλός αυτός στόχος θα μας βγάλει, πραγματικά και όχι κατ’ επίφασιν, από την περίοδο της μεγάλης χρηματοοικονομικής κρίσης που έφερε τα μνημόνια.

Ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης διασταύρωσαν τα ξίφη τους με φόντο την αμυντική θωράκιση της χώρας. Θεωρείτε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ασκεί εποικοδομητική κριτική στην κυβέρνηση;

Δυστυχώς δεν το κάνει. Δεν ανταποκρίνεται, δηλαδή, στον συνταγματικό της ρόλο. Κατά κανόνα, η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση ακολουθεί τη γραμμή «όχι σε όλα». Το αντιλαμβάνομαι να συμβαίνει αυτό στα ζητήματα της οικονομικής πολιτικής κυρίως των φόρων, επειδή, όσο κι αν δεν θέλει να το πει ανοικτά, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συμφωνεί με τις μειώσεις των φόρων. Φαίνεται αυτό στην αντίθεση που προβάλλει στη μείωση του ΕΝΦΙΑ ή στη φοροαπαλλαγή των γονικών παροχών, δηλαδή της μεταβίβασης περιουσίας προς τα παιδιά.

Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στο κέντρο της Αθήνας. Πώς καταφέρατε από τις συνοικίες της λεωφόρου Αλεξάνδρας να βρεθείτε στο Παρίσι;

Δεν τα κατάφερα εγώ τόσο, αλλά η οικογένειά μου και ιδίως η σκληρή δουλειά του πατέρα μου. Να σημειώσω βεβαίως ότι τα Εξάρχεια και η Αλεξάνδρας, όπου μεγάλωσα, ήταν περιοχές, μαζί με την Κυψέλη, την Κολιάτσου, το Παγκράτι, τον Παπάγου και άλλες, όπου ζούσαν οικογένειες μεσοαστικές και «μαζεμένες», που προσέφεραν τα πάντα στην πρόοδο και την ανάδειξη μιας Ελλάδας ικανής να επουλώνει τα τραύματα των πολέμων, να γράφει ρεκόρ ανάπτυξης και να γίνει ισότιμο μέλος της Ευρώπης.

Όταν ολοκληρώσατε τις μεταπτυχιακές σας σπουδές στο εξωτερικό και πήρατε την απόφαση να επιστρέψετε στην Ελλάδα, που εργαστήκατε;

Την πρώτη δεκαετία εργάστηκα στο επιτελείο του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (1982-1987), της Εμπορικής Τράπεζας αλλά και της οικουμενικής κυβέρνησης (1990). Υπήρξα τυχερός, αφού ήμουν πολύ νέος και δεν είχα κάποια ευνοϊκή μεταχείριση λόγω κομματικής τοποθέτησης. Στάθηκα ακόμη πιο τυχερός, γιατί συνεργάστηκα στενά και έμαθα δίπλα σε αξιολογότατους ανθρώπους, όπως οι καθηγητές Κωστής Βαΐτσος και Κώστας Σημίτης στο υπουργείο, ο διοικητής Ανδρέας Μπούμης και ο καθηγητής Αδαμάντιος Πεπελάσης στην τράπεζα και, βεβαίως, ο καθηγητής και πρωθυπουργός Ξενοφών Ζολώτας. Άλλωστε και για αρκετά από τα επόμενα χρόνια, παράλληλα με τη δημοσιογραφία, συνέχισα να συνεργάζομαι με την Τράπεζα της Ελλάδος κοντά στον ακαδημαϊκό Λουκά Παπαδήμο.

Ζήσατε λοιπόν από πολύ κοντά μια σημαντική οκταετία της πρώτης διακυβέρνησης Παπανδρέου. Τι κρατάτε από εκείνη την περίοδο;

Ήταν, σίγουρα, εποχή εντυπωσιακή αλλά και πολύ αντιφατική. Κρατώ τον ενθουσιασμό σπουδαίων αλλαγών αλλά και την απογοήτευση από σειρά ενεργειών και πρωτοβουλιών που δεν υποστηρίχθηκαν όσο ήταν απαραίτητο από κάποιους πολιτικούς και συνδικαλιστές. Προφανώς, σε προσωπικό επίπεδο, ήταν ένα συνεχές και εντατικό σχολείο ρεαλισμού, στο οποίο κέρδισα πάρα πολλά όπως κάθε νέος άνθρωπος που συμμετέχει από προνομιακή θέση σε μια ραγδαία πρόοδο και μεταλλαγή του τόπου μας.

Και η δημοσιογραφία πώς μπήκε στη ζωή σας;

Μεγάλωσα με την «υποχρέωση» να λέω –κάποτε και να σχολιάζω– στους γονείς μου τι γράφουν οι εφημερίδες, τις οποίες προμηθευόμουν από τον περιπτερά όταν γυρνούσα από το σχολείο. Να ακούω τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο. Τηλεόραση δεν υπήρχε σπίτι, αφού θεωρείτο όργανο προπαγάνδας των δικτατόρων. Όμως και όταν σπούδαζα, οι εφημερίδες, τα εξειδικευμένα περιοδικά αλλά και η τηλεόραση, η γαλλική, ήταν ένα καθημερινό «καθήκον». Έμαθα να ζηλεύω την καλή δημοσιογραφική δουλειά, την ανταπόκριση στα μέτωπα του κόσμου και τις αποκαλυπτικές έρευνες για τις σκοτεινές πλευρές της επικαιρότητας.

Πότε περάσατε στον κόσμο της δημοσιογραφίας;

Το πέρασμά μου στη δημοσιογραφία ήρθε όταν ο εξαίρετος παλαίμαχος δημοσιογράφος Νίκος Νικολάου, που ανέλαβε διευθυντής στην «Καθημερινή», μου πρότεινε να φτιάξουμε ένα οικονομικό ένθετο, για το οποίο είχαμε συζητήσει, όταν η γαλλική «Le Figaro» έβαλε, το 1984, ένα τέτοιο ένθετο. Το 1989 απέκτησε την ιστορική εφημερίδα, ευτυχώς, ο αείμνηστος Αριστείδης Αλαφούζος ο οποίος, προσεκτικός και τακτικός αναγνώστης των «Financial Times», είδε αμέσως την αξία μιας ειδικής έκδοσης για τα οικονομικά πράγματα. Σημειώστε ότι οι πολιτικές εφημερίδες της εποχής δεν αφιέρωναν στην οικονομία χώρο μεγαλύτερο από μερικές στήλες. Ξεκίνησα ως εξωτερικός συνεργάτης και, κάποια μέρα, ο Νικολάου μού είπε: «Ξέχασα να σου πω ότι σε έγραψα και θα γίνεις δημοσιογράφος». Οι «σομόν σελίδες» έγιναν μόδα και μερικά χρόνια αργότερα, όταν συνεργάστηκα με το «Βήμα», ο Σταύρος Ψυχάρης ζήτησε να φτιάξουμε το ίδιο ειδικό ένθετο. Από αυτά τα ένθετα προέκυψε μια πολύ καλύτερη ενημέρωση για τα οικονομικά θέματα, που συνόδευσε, κατά τη δεκαετία του ’90, την ένταξη της χώρας στην πορεία της προς την ΟΝΕ και την κατάκτηση του ευρώ.

Ωστόσο, ο πολύς κόσμος σάς έμαθε από το ραδιόφωνο και ακόμα περισσότερο από την τηλεόραση. Πώς μπήκε στη ζωή σας ο ραδιοφωνικός «αέρας»;

Η 11η Σεπτεμβρίου 2001 ήταν η πρώτη μέρα που, επιτέλους, δεν είχα την, όμορφη αλλά εξόχως απαιτητική, ευθύνη σύνταξης της «Οικονομικής Καθημερινής». Συνέχισα ως αρθογράφος. Λίγο μετά, ο Γιάννης Αλαφούζος μού πρότεινε να κάνω μια ραδιοφωνική εκπομπή. Το έκανα με τον ενθουσιασμό που δέχεσαι ένα σπάνιο δώρο και λίγο αργότερα ανέλαβα τη διεύθυνση του ΣΚΑΪ. Μέχρι τα τέλη Ιουνίου του 2019, όταν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης μού πρότεινε να διεκδικήσω μία βουλευτική έδρα στον Νότιο Τομέα της Β’ Αθηνών.

Και, αντίστοιχα, η τηλεόραση πώς μπήκε στην καθημερινότητά σας;

Δεν είχα σκεφτεί ποτέ την τηλεόραση. Είχα πάντοτε τις επιφυλάξεις μου, αφού η τηλεοπτική ειδησεογραφία αντιμετωπίζει σοβαρούς περιορισμούς στη σφαιρική και σε βάθος ενημέρωση. Ήταν, και πάλι, μια απόφαση του Γιάννη Αλαφούζου, να αναβιώσει τον ΣΚΑΪ TV, και μου ανάθεσε τη διεύθυνση του εγχειρήματος. Το κάναμε με ενθουσιασμό, μέσα σε ελάχιστο χρόνο, και ξεκίνησε να εκπέμπει την 1η Απριλίου 2006, κατά «σύμπτωση» τη γενέθλια ημέρα της μεγάλης κόρης μου.

Υπηρετήσατε τη δημοσιογραφία για 30 χρόνια. Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή στην πορεία σας;

Το βράδυ της Παρασκευής 23ης Απριλίου 2010, μετά την παραδοχή από το Καστελλόριζο ήττας έναντι της κρίσης από τον τότε πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου, όταν χρειάστηκε να εξηγήσω τι μας περιμένει. Θυμάμαι να προειδοποιώ για τις τεράστιες θυσίες που θα χρειαστούν και να ζητώ από όλους να μην ξεχάσουμε, στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, τους πιο ευάλωτους συμπολίτες μας. Λίγοι κατάλαβαν, τότε, τι εννοούσα.

Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την ενεργό πολιτική και γιατί συστρατευθήκατε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στις εθνικές εκλογές;

Ούτε αυτό το είχα προγραμματίσει. Είχαμε συζητήσει το ενδεχόμενο να προσφέρω στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η προοπτική αυτή με ενθουσίασε, αφού, όπως ακόμη πιστεύω, η Ελλάδα πρέπει να κερδίσει τη θέση που πραγματικά της αξίζει στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Λίγο αργότερα όμως, ο πρόεδρος Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε ότι ταίριαζε καλύτερα στα σχέδιά του η παρουσία μου στο ελληνικό Κοινοβούλιο.

Τι σημαίνει αυτό για εσάς;

Από πολλές απόψεις, η έγκριση των πολιτών, που αποτελεί σπουδαία τιμή για εμένα, ήταν μια λογική συνέχεια αφού, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, από την εποχή της αρχικής πολιτικοποίησής μου, στα τελευταία χρόνια της δικτατορίας, πίστευα και πιστεύω ότι η πολιτική, ένας απίστευτα δύσκολος στίβος –κι ας μην αναδεικνύεται όσο του αναλογεί στα μάτια των πολιτών–, αποτελεί τον άμεσο δρόμο να εργαστείς για όσα αξίζουν και πρέπει να διαθέτουν η χώρα μας και οι άνθρωποί της.

Τι είναι αυτό που σας ενοχλεί περισσότερο στη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης;

Το χειρότερο όμως είναι ότι, πολύ συχνά, άλλα λέει ο κ. Τσίπρας στη Βουλή και τα κανάλια κι άλλα πράττουν τα στελέχη του. Ειδικά όταν υποστηρίζουν, ενεργά και με τη συμμετοχή στελεχών τους, εκείνους όσους αρνήθηκαν, τα δύο σκληρά χρόνια της πανδημίας, να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα προστασίας. Συχνά, η καλλιέργεια απόψεων εναντίον της αξίας των εμβολίων και των προφυλάξεων μεταμφιέζεται, για να πούμε και κάτι των ημερών, σε δήθεν κριτική, όπως συμβαίνει με τις ΜΕΘ που δήθεν δεν υπάρχουν και τις προσλήψεις υγειονομικών που δήθεν δεν γίνονται, όταν όλοι γνωρίζουν ότι, δυστυχώς, επί πολλές εβδομάδες έχουμε τον διπλάσιο αριθμό διασωληνωμένων συμπολιτών από εκείνον που πάντοτε, δυστυχώς, είχαμε. Η ίδια απαράδεκτη κριτική ασκείται από τον ΣΥΡΙΖΑ με την καταψήφιση αμυντικών συμφωνιών, όπως φάνηκε με την απόκτηση των μαχητικών Rafale, την ελληνο-γαλλική συμφωνία Άμυνας ή το εκπαιδευτικό κέντρο στην Καλαμάτα.

 

Συνέντευξη στην Άννα Καραβοκύρη

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο