Είναι γνωστό πως οι αμοιβές στην Ελλάδα παραμένουν καθηλωμένες, παγωμένες στην κυριολεξία, επί μία ολόκληρη δεκαετία. Από το μνημονιακό 2012, από τη στιγμή δηλαδή που η τρόικα επέλεξε το τέλος των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την εσωτερική υποτίμηση ως βασικούς μηχανισμούς για την εξυγίανση της χρεοκοπημένης ελληνικής οικονομίας, οι Έλληνες εργαζόμενοι δοκιμάστηκαν και δοκιμάζονται πραγματικά.

Στα χρόνια της ύφεσης και της μεγάλης αναδιάρθρωσης έχασαν την όποια διαπραγματευτική ισχύ διέθεταν, σήκωσαν μέσω των μαζικών απολύσεων το βάρος της μεγάλης ανεργίας του 25%-26% και ταυτόχρονα ήταν αυτοί που κλήθηκαν να υπηρετήσουν τα όποια σχέδια εξυγίανσης του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Το πάγωμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων παρήγαγε στρεβλώσεις μοναδικές και αποτέλεσε βάση διεύρυνσης των ανισοτήτων. Βεβαίως το φαινόμενο αυτό δεν είναι ελληνικό, παρατηρήθηκε σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο. Από αυτό άλλωστε το αίσθημα αδικίας και μονομέρειας πυροδοτήθηκαν παγκοσμίως αιτήματα αύξησης των κατώτατων αμοιβών και του ωρομισθίου στις ΗΠΑ και στη Γερμανία, πολύ πριν υιοθετηθούν και στη χώρα μας.

Η κυβέρνηση πριν από μέρες έπραξε το αυτονόητο. Ανακοίνωσε αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 7,5%, που μαζί με την προηγηθείσα του περασμένου Ιανουαρίου κατά 2% ανεβάζει σωρευτικά την ποσοστιαία αύξηση κατά 9,7%. Μένει τώρα και η επανέναρξη των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ώστε η στρέβλωση να αρθεί. Στις ανοιχτές φιλελεύθερες οικονομίες δεν ταιριάζει να μην υπάρχουν και τα δύο μέρη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Το σήμα δόθηκε από την κυβέρνηση, μένει τώρα στους κοινωνικούς εταίρους να διαβουλευθούν και να αποδώσουν στους εργαζομένους τις αμοιβές που αρμόζουν στον κόπο και στις θυσίες τους.

του Φώτη Σιούμπουρα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο