Μελετώντας κανείς προσεκτικά κάποια ιδιαίτερα στοιχεία όλων των δημοσκοπήσεων, που έχουν πραγματοποιηθεί το πρώτο εξάμηνο αυτού του χρόνου, και εν αναμονή των νέων, που θα έλθουν μετά τα «μπάνια του λαού», σε δύο συμπεράσματα μπορεί να καταλήξει, πέραν των προφανών περί ποσοστιαίας διαφοράς των κομμάτων,δημοφιλίας των πολιτικών αρχηγών και παράστασης νίκης.

Το πρώτο ενδιαφέρον συμπέρασμα είναι ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο η κυβέρνηση βρίσκει χώρο για να ανακάμπτει κάθε φορά που τα πράγματα δείχνουν να δυσκολεύουν, εξ αιτίας του τρόπου αντιμετώπισης «εσωτερικών κρίσεων», όπως π.χ. πυρκαγιές. Το δεύτερο και περισσότερο ενδιαφέρον, ιδιαιτέρως «ευνοϊκό» στοιχείο στην περίπτωση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, είναι ότι όσες αστοχίες κι αν έχουν διαφανεί στις επιμέρους πολιτικές, είναι προφανές ότι οι κρίσεις που έχει αναγκαστεί να διαχειριστεί είναι διεθνείς. Και μάλιστα, με την Ελλάδα να έχει μηδαμινή συμμετοχή στις αιτίες που τις προκάλεσαν. Αυτό το αναγνωρίζει η ελληνική κοινωνία, όπως διαφαίνεται στις δημοσκοπήσεις.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα ποσοστό ψηφοφόρων, σημαντικά μεγαλύτερο από εκείνο που δηλώνει πρόθεση ψήφου υπέρ της ΝΔ, αναγνωρίζει ότι η ακρίβεια π.χ. που χτυπά τα ελληνικά νοικοκυριά είναι διεθνής και δεν σχετίζεται με ενέργειες ή πολιτικές της κυβέρνησης. Προφανώς η πλειοψηφία θέλει και άλλα μέτρα στήριξης –ποιος δεν θα τα ήθελε;–, αλλά η αλήθεια είναι ότι όποια χώρα κάνει «υπερβολές» θα τις βρει μπροστά της στο δημοσιονομικό πεδίο. Εν ολίγοις, αν δεν υπάρξει μία απόφαση ότι τα χρήματα που θα δοθούν για την κρίση δεν θα προσμετρηθούν στο έλλειμμα –τουλάχιστον μέχρι ενός σημείου–, τότε απλώς ετεροχρονίζουμε το κόστος στις τσέπες όλων μας.

Το ίδιο ισχύει και για την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, όπως το ίδιο ίσχυε τους προηγούμενους μήνες με την πανδημία: πέρα από ένα ποσοστό 10-20% των πολιτών, αναλόγως του θέματος, οι οποίοι επιμένουν ότι κακώς δεν συμπαρατάχθηκε η Ελλάδα με τη Ρωσία, όπως και ότι είναι…εγκληματίες εκείνοι που οργάνωσαν τον εμβολιασμό για τον Covid 19, οι υπόλοιποι έχουν πλήρη επαφή με την πραγματικότητα και αναγνωρίζουν ότι η χώρα μας δεν θα μπορούσε να κινηθεί διαφορετικά από τον περίγυρό της.

Σε κάθε περίπτωση, το κύριο ζήτημα που δείχνει να επηρεάζει την ψυχολογία των πολιτών συνολικά (και κατά συνέπεια και την εκλογική τους συμπεριφορά ως ένα βαθμό) είναι η διαπίστωση ότι, ακόμα και στη δυσκολότερη στιγμή για την κοινωνία, η διαφορά μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων δεν «κλείνει», ενώ και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας δεν μπορεί να καλύψει δημοσκοπικά το προβάδισμα του Κυριάκου Μητσοτάκη. Και όσο μία τέτοια κατάσταση παγιώνεται, καθώς διανύουμε και τους τελευταίους μήνες πριν από τις εκλογές την άνοιξη του 2023 και εν αναμονή των νέων δημοσκοπήσεων, που θα έλθουν μετά τα «μπάνια του λαού», τόσο δυσκολότερο θα είναι για την αξιωματική αντιπολίτευση να πείσει ότι οι εκλογές μπορούν να γίνουν ακόμη και ντέρμπι.

 

του Φώτη Σιούμπουρα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο