«Σήμερα, 48 χρόνια μετά από την γενέθλια ημέρα της πλέον παρατεταμένης και σταθερότερης δημοκρατικής διακυβερνήσεως στην πολυκύμαντη ιστορία μας καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε νέα προβλήματα και προκλήσεις αξιοποιώντας και την εμπειρία και τους θεσμούς της Δημοκρατίας μας» τονίζει σε μήνυμά του ο πρόεδρος της Βουλής Κώστας Τασούλας για τη σημερινή επέτειο αποκαταστάσεως της Δημοκρατίας στη χώρα μας. «Η κλιματική κρίση για την οποία εντελώς πρόσφατα ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ είπε πως δύο επιλογές μας επιτρέπει: “συλλογική δράση ή συλλογική αυτοκτονία”. Οι ενεργειακές και οικονομικές επιπτώσεις από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, καθώς και η τουρκική επιθετικότητα απαιτούν υπευθυνότητα, τόλμη και αποφασιστικότητα. Τις ίδιες δηλαδή αρετές ηγεσίας και λαού πάνω στις οποίες βασίστηκε η μεταπολίτευση» υπογραμμίζει στο μήνυμά του ο πρόεδρος της Βουλής.

Στην αρχή του μηνύματός του, ο Κώστας Τασούλας επισημαίνει πως «ο πρωτεργάτης της μεταπολιτεύσεως του 1974 Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκίστηκε πρωθυπουργός στις 04:15 τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου 1974, 48 ακριβώς χρόνια πριν. Ορκίστηκε μόνος του την ώρα που οι υπαρκτές απειλές γενικευμένης σύρραξης με την Τουρκία και εσωτερικού χάους ήταν τεράστιες. Και ενώ το δικτατορικό καθεστώς αυτοκαταλύεται υπό το βάρος της εθνικής καταστροφής που το ίδιο προκάλεσε στη μαρτυρική Κύπρο, την ίδια στιγμή ο πολιτικός κόσμος αναλάμβανε τις ευθύνες διακυβερνήσεως της χώρας μέσα κυριολεκτικά από ένα κενό εξουσίας. Η μεταπολίτευση δεν έγινε ούτε αυτόματα, ούτε αυτονόητα. Ο Κ. Καραμανλής είχε πει από την πρώτη στιγμή ότι στόχος του ήταν να περισωθεί ό,τι μπορεί να περισωθεί. Και τελικά έγιναν πολλά περισσότερα: Η ανώδυνη μετάβαση από τη δικτατορία στην ελευθερία, η χωρίς κλυδωνισμούς οικοδόμηση από τα ερείπια της χούντας μιας ισχυρής, σύγχρονης και προοδευτικής δημοκρατίας, η ραγδαία ανασύνταξη της πολιτείας, και ο εξοπλισμός της με εύρωστους θεσμούς για να λειτουργεί ομαλά, με πολιτική σταθερότητα, το δημοκρατικό πολίτευμα και να μπορεί να ανταποκριθεί στις διαρκώς αυξανόμενες και μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της εποχής μας».

Περαιτέρω, σημειώνει πως η πρώτη απόφαση που έλαβε το πρώτο υπουργικό συμβούλιο το απόγευμα της 24ης Ιουλίου 1974 ήταν η κατάργηση του στρατοπέδου της Γυάρου, η απόλυση όλων των πολιτικών κρατουμένων, και η απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας σε όσους την είχαν στερηθεί μετά το 1967. «Η διαφωνία από ποινικό αδίκημα γίνεται δικαίωμα και μάλιστα συνταγματικό, με το Σύνταγμα του 1975 που ακολούθησε» προσθέτει.

Καταληκτικά, ο πρόεδρος της Βουλής στέκεται ιδιαίτερα «στο υπέρτατο σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία δικαίωμα της διαφωνίας» για να υπογραμμίσει πως «δεν είναι ανάγκη να εκλαμβάνεται ως υποχρέωση διαφωνίας». Όπως επισημαίνει επιπροσθέτως, «στο Κοινοβούλιο καθημερινά η διαφωνία και η συνεννόηση διεκδικούν το χώρο τους, όπως το ίδιο συμβαίνει ανάμεσα στην ηπιότητα και στην ένταση. Γιατί τα θεσμικά αποθέματα του ελεύθερου κοινοβουλευτικού πολιτεύματός μας για λύσεις μπορεί να είναι ανεξάντλητα, εάν συνδυάζονται με την υπ’ αριθμόν ένα πολύτιμη παρακαταθήκη της σημερινής επετείου, την υπευθυνότητα!».