Λίγες ώρες πριν από τον ερχομό του νέου έτους κι ενώ βρισκόμαστε στο τέλος της «εκλογικής» χρονιάς, η κατάσταση που βιώνει το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα είναι εντελώς πρωτόγνωρη. Και όσο και αν ψάξει κανείς στην πολιτική ιστορία της χώρας τον τελευταίο αιώνα, δεν θα βρει κάτι ανάλογο. Δηλαδή, όχι απλά να υπάρχει ένα κόμμα ή μια παράταξη που να κυριαρχεί και να κερδίζει συνεχόμενες εκλογές (αυτό έχει συμβεί στο παρελθόν και για πολύ μεγαλύτερο διάστημα), αλλά να υπάρχει στην πραγματικότητα μία μόνο
κυβερνητική παράταξη, ένα μόνο κόμμα που να διεκδικεί την εξουσία.

του Φώτη Σιούμπουρα
Όλες οι δημοσκοπήσεις που έχουν γίνει τους τελευταίους μήνες, ανεξάρτητα από επιμέρους διαφορές μεταξύ
τους, επιβεβαιώνουν το ίδιο πράγμα: Η ΝΔ παραμένει σε υψηλά ποσοστά, βιώνοντας μια πολύ ελεγχόμενη κυβερνητική φθορά, με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των δημοσκοπήσεων να δείχνουν ότι, αν παραστεί ανάγκη, μπορεί να ξαναπιάσει τα ποσοστά γύρω από το 40%. Και από εκεί και πέρα το χάος. Ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει σχεδόν το μισό από το μικρό ποσοστό του περασμένου Ιουνίου στην πρόθεση ψήφου, το ΠΑΣΟΚ δεν κερδίζει περισσότερες από 2-2,5 μονάδες, το ΚΚΕ και η Ελληνική Λύση βρίσκονται σε μικρή άνοδο, Πλεύση Ελευθερίας, Νίκη και Σπαρτιάτες «τα ίδια και επί τα αυτά», ενώ η Νέα Αριστερά ξεκινά από πολύ χαμηλά (2,6%). Όλοι μαζί δύσκολα να φτάνουν στο 45%, επιβεβαιώνοντας ότι η κεντροδεξιά παράταξη είναι
για πρώτη φορά πλειοψηφική στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο, χωρίς να έχει συμβεί κάποιο τρομερό γεγονός που να προκαλέσει αυτή την πλειοψηφία. Από όλα τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων πάντως, το πιο εντυπωσιακό ίσως να μην είναι η ακόμα μεγαλύτερη πτώση του ΣΥΡΙΖΑ, όσο η στασιμότητα του ΠΑΣΟΚ. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εδώ και καιρό ένα κόμμα σε αποδρομή, για λόγους που μπορούν να εξηγηθούν. Είναι πιο δύσκολο να εξηγηθεί η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να εκμεταλλευτεί ουσιαστικά την οποιαδήποτε συγκυρία: ούτε την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε την ανέλπιστη νίκη στις δημοτικές εκλογές, ούτε καν το δημοσκοπικό του πέρασμα στη δεύτερη θέση, που θα μπορούσε να του δώσει μια δυναμική στους αναποφάσιστους της Κεντροαριστεράς.
Λιγότερο από έξι μήνες πριν από τις ευρωεκλογές, η πιθανότητα να υπάρξει κόμμα πλην της ΝΔ που θα πιάσει ποσοστό 20% σε αυτές είναι μηδαμινή. Και η κοινωνία θα προσέλθει στις κάλπες των ευρωεκλογών με τη γνώση ότι από αυτές δεν πρόκειται να απειληθεί καν η ηγεμονία της κυβέρνησης, δεν μπορεί ούτε ως υποψία να υπάρξει αλλαγή συσχετισμών.

Λίγες ώρες όμως πριν μας αφήσει το 2023 και ενώ ετοιμαζόμαστε για το νέο έτος των ευρωεκλογών, πώς
διαγράφεται σήμερα το πολιτικό σκηνικό στη χώρα; Σε τι κατάσταση βρίσκονται κυβέρνηση και αντιπολίτευση, όπως καταγράφεται αυτή και στις δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών;

ΝΔ: Δεν κινδυνεύει η πρωτιά

Ανατρέχοντας στις διπλές εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου, που ανέδειξαν τη ΝΔ ισχυρή κυβέρνηση,
ασφαλώς και δεν αποτέλεσε έκπληξη η ευρεία νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η έκπληξη βρίσκεται στο γεγονός ότι, παρά τις σοβαρές κρίσεις που η ΝΔ αντιμετώπισε ως κυβέρνηση την πρώτη τετραετία (πανδημία, προσφυγικό, υποκλοπές, πυρκαγιές και Τέμπη), αλλά και τις όποιες δυσκολίες μέχρι τώρα στο πρώτο εξάμηνο της νέας διακυβέρνησης (ακρίβεια, οπαδική βία, ασφάλεια πολιτών κ.ά.), το εκλογικό της ποσοστό (βάσει τουλάχιστον των δημοσκοπήσεων) ελάχιστα έχει επηρεαστεί. Αντίθετα, εκπλήξεις αποτέλεσαν η εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ και η είσοδος στη Βουλή των μικρών αντισυστημικών κομμάτων, που δεν καταγραφόταν στις δημοσκοπήσεις. Με την ανάληψη της εξουσίας το 2019, αλλά
και τον περασμένο Ιούνιο, ο Κυρ. Μητσοτάκης υλοποίησε στρατηγικές και πολιτικές που δεν ήταν καθόλου αυτονόητες. Όρισε περίπου είκοσι εξωκοινοβουλευτικούς υπουργούς και υφυπουργούς, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν προέρχονταν από τον πολιτικό χώρο της ΝΔ, διόρισε διοικητές οργανισμών στελέχη από τον ευρύτερο κεντροδεξιό και κεντροαριστερό χώρο, προσέδωσε στο πρωθυπουργικό γραφείο επιτελική δομή και έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους. Προχωρά μάλιστα στην υλοποίηση ιστορικών μεταρρυθμίσεων, όπως η είσοδος της τεχνητής νοημοσύνης στο Δημόσιο, τα μη κρατικά πανεπιστήμια κ.ά. Η πολιτική της αμφίπλευρης διεύρυνσης αποτέλεσε συνειδητή επιλογή της κεντρικής στρατηγικής του Κυρ. Μητσοτάκη, η οποία στόχευε στην άλωση του πολιτικού χώρου του Κέντρου, η αυθυπαρξία του οποίου τα τελευταία χρόνια δοκιμάζεται σοβαρά. Οι βασικότερες πολιτικές που επιστρατεύθηκαν για την υλοποίηση των στόχων της εν λόγω κεντρικής στρατηγικής επεδίωκαν να μεταδώσουν στη δοκιμαζόμενη για μία δεκαετία ελληνική κοινωνία αισθήματα ασφάλειας, σιγουριάς, αξιοπιστίας και προόδου, καθώς και ευοίωνες προσδοκίες και προοπτικές.
Οι πολιτικές αυτές υπηρετήθηκαν με την επιτυχημένη εξωτερική και αμυντική πολιτική (συμμαχίες και εξοπλισμοί), τον έλεγχο των προσφυγικών ροών (φράχτης
Έβρου, κλειστά κέντρα υποδοχής, αυστηρότερη επιτήρηση των θαλάσσιων συνόρων), την προσέλκυση επενδύσεων από μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις στους τομείς
των ψηφιακών δεδομένων, την εκκίνηση σημαντικών έργων υποδομών και την υποστήριξη μιας υβριδικής θεματολογίας σε σημαντικά κοινωνικά θέματα (ισότητα φύλων, σύμφωνο συμβίωσης, δικαιώματα ΛΟΑΤΚΙ+ κ.ά.). Σήμερα και εν μέσω της παρούσας οικονομικής δυσθυμίας, με την ακρίβεια να αποτελεί το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα για τους πολίτες, η NΔ όχι μόνο εξακολουθεί να παραμένει πρώτη αλλά να διατηρεί προβάδισμα της τάξεως των 20 μονάδων από το δεύτερο ΠΑΣΟΚ, με τον ΣΥΡΙΖΑ να έρχεται τρίτος. Το
πλέον εντυπωσιακό είναι ότι στις δημοσκοπήσεις τμήμα του κόσμου (53%), σε σχετική ερώτηση, δηλώνει
ότι «ανησυχεί» σε ποσοστό 70,7% επειδή δεν υπάρχει ισχυρή αντιπολίτευση, αλλά, παρ’ όλα αυτά, δεν ψηφίζει την αντιπολίτευση! Κι αυτό γιατί η αντιπολίτευση συνεχίζει να ακολουθεί την πεπατημένη της σφοδρής καταγγελίας, χωρίς να αρθρώνει προτάσεις λύσεων.

Έτσι, όπως δείχνουν τα «γεγονότα», ο κόσμος κουρασμένος από τις περιπέτειες και τους ερασιτεχνικούς πειραματισμούς, φοβισμένος στους αστάθμητους καιρούς που βρισκόμαστε, διαλέγει «τον πιο αξιόπιστο», αυτόν που του υπόσχεται λελογισμένη διοίκηση και τον «οπλίζει» με αισιοδοξία για ένα καλύτερο αύριο.
Νέα Αριστερά: Ξεκίνημα από τα χαμηλά

Από τα σπλάχνα του «όλου ΣΥΡΙΖΑ» γεννήθηκε ο νέος υποψήφιος παίκτης: Οι ένδεκα που ανεξαρτητοποιήθηκαν από το μέχρι πρότινος κόμμα τους προχώρησαν στη δημιουργία ΚΟ υπό την προεδρία του Αλέξη Χαρίτση.
Το βαρύ δυναμικό όσων σήκωσαν πολιτικά και τεχνοκρατικά τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται τώρα σύσσωμο στη Νέα Αριστερά. Ο στόχος τους ξεκάθαρος: Να αποτελέσουν την εξ αριστερών πειστική αξιόπιστη λύση, που δεν είναι πια ο ΣΥΡΙΖΑ του κ. Κασσελάκη, καλύπτοντας το πολιτικό κενό στα αριστερά. Θα μπορούσε το νέο κόμμα να αποτελέσει ανάχωμα στις διαρροές προς το ΚΚΕ και το ΠΑΣΟΚ, ψαρεύοντας από τη δεξαμενή και του ΣΥΡΙΖΑ; Αυτό είναι το στοίχημα που θα μετρηθεί στις ευρωεκλογές.
Ένα ισχνό 2,5%-3% –προς το παρόν– δεν αρκεί για να διαδραματίσουν ρόλο στην ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς την επόμενη ημέρα.