Το νομοσχέδιο για τη λειτουργία μη κρατικών ΑΕΙ, που αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή, είναι μία ομολογουμένως σημαντική τομή για την Ελλάδα. Έστω και καθυστερημένα, αποφασίστηκε κάτι που εκκρεμούσε εδώ και χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων διάφορα μη κρατικά ιδρύματα, πολλά από αυτά υψηλού επιπέδου, λειτουργούν στην Ελλάδα σε ένα περιβάλλον υποκρισίας και υπό το καθεστώς της μη αναγνώρισής τους από το ελληνικό Δημόσιο, αλλά από σχεδόν όλους τους άλλους. Υπό αυτή την έννοια, μία απόφαση που δεν θα έπρεπε να έχει αναγκαστικά τόση φόρτιση, λαμβάνεται και θεωρείται έως και τολμηρή.

Γιατί όμως αλήθεια να θεωρείται τολμηρό κάτι τέτοιο; Είναι από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της χώρας, στην οποία λειτουργούν ιδιωτικοί παιδικοί σταθμοί, νηπιαγωγεία, δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια, να θεωρείται τέτοιο ταμπού το «μη κρατικό» πανεπιστήμιο, στο οποίο φοιτούν ενήλικες. Ο λόγος για τον οποίο απαιτείται τόλμη για μία τέτοια απόφαση είναι προφανώς οι συνδικαλιστικές αντιδράσεις.

Είναι βέβαιο ότι οι πάσης φύσεως συνδικαλιστές όλων των βαθμίδων ετοιμάζονται να σηκώσουν τη χώρα στο πόδι, με αφορμή το νομοσχέδιο για τα μη κρατικά ΑΕΙ. Δάσκαλοι, καθηγητές και διάφοροι παρατρεχάμενοι θα βρουν και πάλι αφορμή να κηρύξουν άλλη μία δήθεν επανάσταση κατά του «ξεπουλήματος», των «ξένων συμφερόντων» και, φυσικά, του «παγκόσμιου καπιταλισμού και του κεφαλαίου». Αν δεν υπάρξει κάποιο απρόοπτο, αυτή θα είναι πιθανώς και η πρώτη μεγάλη σύγκρουση της κυβέρνησης με κάποιες ομάδες που τις προηγούμενες δεκαετίες εγκαθιδρύθηκαν περίπου σαν συγκυβερνώσες δυνάμεις στη χώρα. Ο πρωθυπουργός γνωρίζει καλά ότι το υπό συζήτηση νομοσχέδιο θα αποτελέσει πεδίο σκληρής αντιπαράθεσης, είτε στην κεντρική πολιτική σκηνή, είτε λόγω των πάσης φύσεως αναμενόμενων συνδικαλιστικών αντιδράσεων από την πλευρά των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων. Παρά ταύτα, φαίνεται ότι ο ίδιος και ο υπουργός Παιδείας Κυρ. Πιερρακάκης έχουν υιοθετήσει τη λογική ότι η ανάληψη πρωτοβουλιών και η προώθηση της όποιας ατζέντας, βάσει σχεδίου και συγκεκριμένων αποφάσεων, είναι μία πρακτική από την οποία δύσκολα θα βγουν πολιτικά χαμένοι. Και πάντως, γνωρίζουν ότι αυτή η τακτική είναι προτιμότερη και αποδοτικότερη από την αδράνεια και την προσπάθεια τήρησης ισορροπιών, αμφιβόλου σκοπιμότητας και αποτελεσματικότητας.

Επιπλέον, με τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία ο Κυριάκος Μητσοτάκης στρώνει το έδαφος για το επόμενο μεγάλο βήμα: Τη συζήτηση για την αναθεώρηση του άρθρου 16, η οποία τοποθετείται χρονικά το 2025.

Θα το φέρει εις πέρας αυτό η κυβέρνηση Μητσοτάκη; Δεδομένης της πολιτικοκοινωνικής συνθήκης, μπορεί κάποιος βασίμως να προβλέψει πως ναι. Και αν αυτό επιβεβαιωθεί, θα πρόκειται ίσως για το σημαντικότερο επίτευγμά της έως τώρα. Δεν θα έχει να κάνει μόνο με την Παιδεία και τα πανεπιστήμια, αλλά με μία βαθιά ριζωμένη αντιδραστική και αντιπαραγωγική νοοτροπία, που εδώ και μισό αιώνα επιβλήθηκε στη χώρα μας.

 

του Φώτη Σιούμπουρα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο