Πριν από ακριβώς μισό αιώνα, η νεοπαγής και τυπικά ακόμη ανομιμοποίητη δημοκρατία μας, προχωρώντας προς τις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές, αναζητούσε το βήμα της. Σήμερα, με δεδομένες τις αρρυθμίες που παρουσιάζουν οι βασικοί πολιτικοί φορείς της χώρας, κυρίως δε τα συστημικά κόμματα (αυτά που χωρίς να αμφισβητούν -για δύο εξ αυτών θα λέγαμε: «πλέον»- τους πυλώνες της μεταδικτατορικής συναίνεσης, προβάλλουν εξουσιαστικές βλέψεις), θα λέγαμε πως χρειάζεται και ψάχνει… βηματοδότη!
Το δεσπόζον τα τελευταία χρόνια κόμμα της ΝΔ, ασφαλώς μη ον τόσο ανεπαρκές ή τόσο διεφθαρμένο όσο παρουσιάζουν οι επικριτές του, θα είχε την αναπόφευκτη φθορά από τις κυβερνητικές ευθύνες, ακόμη και αν ήταν -που προφανώς δεν είναι- τόσο αποτελεσματικό και ανεπίληπτο όσο υποστηρίζουν οι οπαδοί του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ που έκανε το μέγα πείραμα της υπέρβασης, επιλέγοντας εκτός κομματικής επετηρίδας έναν αρχηγό λαμπερό, υπερταλαντούχο, υπερφιλόδοξο (ο οποίος όμως σύντομα απεδείχθη υπεραυτοκαταστροφικός, με έσχατες εκδηλώσεις της αυτοκαταστροφικότητάς του, αφενός μεν την ανεπανάληπτη «επαιτεία», δηλαδή την αναζήτηση εγχρήματων δώρων για το «ονειρεμένο» ταξίδι μέλιτος, αφετέρου δε την απομάκρυνση του ποιοτικότερου και πλέον συγκροτημένου κοινοβουλευτικού εκπροσώπου που μπορούσε να έχει αυτό το κόμμα, του Σωκράτη Φάμελλου), φαίνεται πως βρίσκεται στον δρόμο της πολιτικής κονιορτοποίησης. Με μόνη διαφαινόμενη ελπίδα για την αποτροπή της την επιστροφή στον πρώην αρχηγό του, παράκλητο πλέον, μολονότι πολλαπλώς φθαρμένο. Και χωρίς να είναι γνωστές καν οι προθέσεις του, καθώς και η δυνατότητα συγκέντρωσης των προϋποθέσεων, υπό τις οποίες αυτός -επιπλέον του καθολικού ωσαννά- θα συζητούσε την επιστροφή του.
Το ΠΑΣΟΚ, τώρα, κόμμα που έχει αποδείξει και τις αντοχές και τον πραγματισμό του, αυτό πραγματικά πάσχει από τις αδυναμίες των υποψήφιων αρχηγών του:
Ο Ανδρουλάκης, που κράτησε το κόμμα όρθιο σε δύσκολες συνθήκες, έχει αντοχές, επιμονές, πείρα της ενδοκομματικής ζωής, είναι δε αδιαφιλονίκητα πολιτικό ζώο, «πέτυχε» το «δυσεπίτευκτο», όχι απλώς να μην κεφαλαιοποιήσει συμπάθειες από το γεγονός πως υπήρξε θύμα θεσμικής εκτροπής, αλλά και να λέει πράγματα σωστά, συγκροτημένα, κοστολογημένα, προοδευτικά συνήθως, τα οποία η κοινωνία… δεν ακούει. Θεωρώντας πως αυτός που τα λέει δεν έχει πολιτική οντότητα και gravitas. Κάτι χειρότερο, δηλαδή, από την εποχή του μεγάλου Ευάγγελου Βενιζέλου, οπότε ο λαός απλώς απέρριπτε όσα έκανε ο μαρτυρικός αρχηγός. Σε τελική ανάλυση όχι απλώς πιστεύεται αλλά και έχει αποδειχθεί πως υπό τον συγκεκριμένο ηγέτη το κόμμα έχει πολύ χαμηλό ταβάνι: Με τους όμορους πολιτικούς χώρους να χάνουν δεκάδες ποσοστιαίες μονάδες, αυτό δεν μπορεί να αποσπάσει κέρδη υπερβαίνονται τη… μία μονάδα.
Ο Δούκας, πέραν του να διεκδικεί νόμπελ πολιτικού καιροσκοπισμού και αμοραλισμού, καθώς και του να εκλαμβάνει ως πολιτικό ανάστημα το μέγεθος της σκιάς που του προσέφερε η απόρριψη του «μπακογιάννειου» μεγάλου περιπάτου, έχει εμφανίσει μόνο το ταλέντο του ψυκτικού ή του επιδέξιου πωλητή ατμοσφαιρικών κλιματιστικών (αν συνεκτιμηθεί πόση μείωση της θερμοκρασίας της πρωτεύουσας υποσχέθηκε σε χρόνο dt.) Ωστόσο το νέο και το «άφθαρτο» ασκεί πάντα τόση έλξη, ώστε είναι το αδιαφιλονίκητο φαβορί. Και ας προειδοποιούσε ο Γεώργιος Σουρής: «σαν έρχεται κάθε σκατάς θαρρούμε πως σωθήκαμε, μα σα φεύγει βλέπουμε πως αποσκατωθήκαμε…».
Ο ευπρεπέστατος Παύλος Γερουλάνος -εκτός από έλλειψη κυβερνητικής πείρας, όπως οι προαναφερόμενοι: έχει διοικήσει επί βραχύ διάστημα ένα μόνο υπουργείο με ελάχιστη σχέση προς τους κεντρικούς αρμούς του κράτους- καταφανώς στερείται ζωτικής ορμής. Ενώ η εμμονή του στην αποκέντρωση της εξουσίας δείχνει να αγνοεί πως αυτή συμβαδίζει με αποκέντρωση της διαφθοράς, αφού σε τοπικό επίπεδο αυτή περνάει κάτω από τα ραντάρ, ευκολότερα δε συμπλέκονται και οι τοπικοί καναλάρχες.
Μένει η Διαμαντοπούλου: Αδιαμφισβήτητα ικανή, πραγματοποιός, αποτελεσματική, με διεθνή απήχηση, δεν έχει ωστόσο ως μόνο κακό αυτό που της προσάπτει το βαθύ ΠΑΣΟΚ, πως ήταν απούσα στα δύσκολα. Ως αντίδραση σε αυτό (και στον φόβο μήπως θεωρηθεί πως η κοινωνία δεν αντέχει «δύο Μητσοτάκηδες», δηλαδή περίπου «δύο Σημίτηδες»), προχωράει σε μια πλειοδοσία κομματικού πατριωτισμού και σε μια μετωπική επιθετικότητα προς τον νυν πρωθυπουργό, που υπονομεύει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα (εκλογικά και δυνάμει κυβερνητικά), ουσιαστικά δε τον λόγο πολιτικής ύπαρξής της…
Ανακεφαλαιώνοντας… Πάντων των προαναφερόμενων συνεκτιμωμένων, η σημερινή Ελλάδα βιώνει το μεγάλο πάρτι του αντισυστημισμού. Μόνο, δε, πλεονέκτημά της, σε σχέση με τη Γαλλία που ζει κάτι ανάλογο, είναι πως εδώ δεξιός και αριστερός αντισυστημισμός δεν έχουν τόσο συγκεντρωτική -έως ενιαία- κομματική έκφραση.
ΑΣΧΕΤΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Και τα τελευταία ευρήματα για την ποιότητα της παιδείας μας -δηλαδή η «καλύτερη» αριθμητική σχέση στον κόσμο διδασκόντων-διδασκομένων, οι χειρότερα αμειβόμενοι εκπαιδευτικοί, από τα χαμηλότερα επίπεδα μαθητών- νομίζω πως επιβεβαιώνει αυτό που εδώ και χρόνια υποστηρίζω: Χωρίς δημοσιονομική επιβάρυνση θα είχαμε τεράστια βελτίωση του εκπαιδευτικού αποτελέσματος, αν υπήρχε διπλασιασμός των απολαβών των εκπαιδευτικών, πολύ αυστηρότερη επιλογή τους και διπλασιασμός και των μαθητών που αναλογούν στον καθένα, από 15-16 που είναι σήμερα κατά μέσο όρο ανά τάξη, γύρω στους 30-32. Θα έπρεπε, όμως, να κατίσχυε η αντίληψη πως η εκπαιδευτική διαδικασία στόχο έχει τη μεταφορά γνώσεων και όχι την περιστολή της ανεργίας αγράμματων απόφοιτων εκπαιδευτικών σχολών…
του Θανάση Διαμαντόπουλου