Στα εγκαίνια του περιπτέρου του υπουργείου Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, στη φετινή Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, είχαμε την ευκαιρία να παρουσιάσουμε μια πρωτοποριακή έρευνα του ΚΕΘΙ, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, η οποία έριξε φως στο νοσηρό φαινόμενο της διαδικτυακής βίας σε νεαρές γυναίκες.
Ένα φαινόμενο, πτυχές του οποίου παραμένουν εν πολλοίς, για το ευρύ κοινό, ακόμη στο σκοτάδι. Η εκδήλωση, η οποία γνώρισε αθρόα προσέλευση, κυρίως νέων ανθρώπων, επιβεβαίωσε την παραπάνω παραδοχή, αναδεικνύοντας παράλληλα ότι η κοπιώδης και αδιάκοπη προσπάθεια που καταβάλλουμε στην κατεύθυνση της ευαισθητοποίησης στα ζητήματα έμφυλης βίας αποδίδει σιγά-σιγά καρπούς.
Τι είναι όμως η διαδικτυακή βία;
Η έρευνα που παρουσιάσαμε υπήρξε πραγματικά αποκαλυπτική, τόσο ως προς το μέγεθος και το εύρος του φαινομένου, όσο και ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του και τις επιμέρους διαστάσεις που το χαρακτηρίζουν. Στοιχεία που μας είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία για να σχεδιάσουμε και να εφαρμόσουμε στοχευμένες πολιτικές για την αντιμετώπισή του.
Σε ένα φαινόμενο με σχεδόν διψήφιο αριθμό διαφορετικών μορφών εκδήλωσης, άλλων γνωστότερων όπως η διαδικτυακή κακοποίηση βάσει εικόνας και άλλων λιγότερο γνωστών όπως το Doxxing, τα στατιστικά ευρήματα προβληματίζουν. Είναι ενδεικτικό πως το 59,3% των γυναικών έχει δεχτεί διαδικτυακή βία, χωρίς να προκύπτει καμία διαφοροποίηση ως προς το εκπαιδευτικό επίπεδο ή την εργασιακή κατάσταση, επιβεβαιώνοντάς μας εμφατικά πως το ψηφιακό «τέρας» της βίας δεν κάνει διακρίσεις, χτυπώντας σχεδόν έξι στις δέκα γυναίκες κάθε κοινωνικής ομάδας.
Οι δράστες, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους άγνωστοι στο θύμα, χωρίς βέβαια να εξαιρούνται οι γνωστοί και οι φίλοι, με τις επαίσχυντες πράξεις τους, επιφέρουν πολύπλευρες επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή των θυμάτων, οι οποίες πολλές φορές υποτιμώνται ακόμη και από τα ίδια. Τα υψηλά επίπεδα στρες, οι ρωγμές και οι τριγμοί στις οικογενειακές, φιλικές και συντροφικές σχέσεις τους και ο κοινωνικός στιγματισμός, ως απόρροια της βίας την οποία δέχονται, πλήττουν πέραν της ψυχικής τους υγείας και την κοινωνική και εργασιακή τους ζωή, οδηγώντας τα σε αδιέξοδο. Ένα αδιέξοδο το οποίο επιτείνεται από το αίσθημα ντροπής των θυμάτων και τον φόβο επαναθυματοποίησής τους.
Το πιο ανησυχητικό όμως είναι πως το φαινόμενο δεν νοηματοδοτείται ως βία, με αποτέλεσμα να μην καταγγέλλεται επαρκώς. Έχοντας πλέον τα μέσα για να βρισκόμαστε ένα βήμα μπροστά από τους δράστες, παρά τις δυσχέρειες που προκαλούνται από την αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας, εστιάζουμε την προσπάθεια μας στην πρόληψη και την καταπολέμηση της κανονικοποίησης του φαινομένου.
Γράφει η Κατερίνα Παπακώστα
Υφυπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας