Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, αν δεν είχαν συμβεί το 2015 οι –τυχοδιωκτικές– απόπειρες διακοπής της προσπάθειας ανάνηψης των δημοσιονομικών, η οικονομία θα είχε ανακάμψει δύο χρόνια νωρίτερα
Πριν από λίγες μέρες, η Ελληνική Στατιστική Αρχή δημοσίευσε την επανακαταμέτρηση του Εγχώριου Εισοδήματος (ΑΕΠ), όπως κάθε τόσο πράττει, αποκαθιστώντας την ιστορική σειρά των σχετικών στοιχείων από το 1995 μέχρι σήμερα. Έτσι έχουμε μια καλύτερη εικόνα όσων συνέβησαν σε τρεις σημαντικές περιόδους: πριν, στη διάρκεια και μετά τη μεγάλη κρίση χρέους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, κατά την εικοσαετή περίοδο 1974-1995 είχαμε δύο φάσεις. Στην πρώτη (1974-1980) η χώρα ανακάμπτει με συγκρατημένο (3%) ρυθμό. Στη δεύτερη (1981-1995) η οικονομία σέρνεται με 0,8% ετησίως. Η περίοδος 1996-2004 εμφανίζει μέσο ρυθμό αύξησης κατά σχεδόν 4%, ενώ στην τετραετία 2004-2008 ο ρυθμός μειώνεται ελαφρά στο 3%.
Η ύφεση ξεκινά, πρακτικά, από το έτος 2008, αλλά όχι όπως μέχρι σήμερα νομίζαμε, αφού είχαμε μεν πτώση στο +0,1%, αλλά όχι ύφεση κατά -0,3%. Η διαφορά είναι σημαντική, γιατί δείχνει ότι ακόμη τότε υπήρχε παράθυρο ευκαιρίας να ληφθούν κατεπειγόντως συστηματικά μέτρα αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας. Και όπως είναι γνωστό, ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής κάλεσε τα κόμματα της αντιπολίτευσης να συμφωνήσουν στη λήψη μέτρων λιτότητας (δημοσιονομικής ισορροπίας), αλλά δεν υπήρξε ανταπόκριση, με ιδιαίτερα εκκωφαντική άρνηση εκείνη του Γ. Παπανδρέου, που υποσχόταν προσλήψεις και αυξήσεις άνω του πληθωρισμού.
Η χώρα έχασε έτσι πολύτιμο χρόνο, 24 πολύτιμους μήνες (β’ τρίμηνο του 2008 – β’ τρίμηνο του 2010), διολισθαίνοντας ταυτόχρονα προς τη γιγάντωση της εσωτερικής δημοσιονομικής κρίσης, ενώ πάλευε με τα απόνερα της παγκόσμιας τραπεζικής αναταραχής.
Έτσι, η ύφεση επεκτάθηκε με εντατικό ρυθμό μέχρι και το 2016. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου πέφτουμε με ρυθμό 3,2% ετησίως. Το 2014 σημειώθηκε μικρή αναστροφή της κατάπτωσης που έφεραν οι διαδοχικές καταιγίδες μέτρων περιστολής των ελλειμμάτων, διασφάλισης της δανειακής φερεγγυότητας του κράτους και διάσωσης του διαλυόμενου τραπεζικού συστήματος.
Αν (σύμφωνα με την έκθεση της ΕΛΣΤΑΤ) δεν είχαν συμβεί το 2015 (επί ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ) οι (τυχοδιωκτικές) απόπειρες διακοπής της προσπάθειας ανάνηψης των δημοσιονομικών, η οικονομία θα είχε διασωθεί και θα είχε ανακάμψει ικανοποιητικά –αν όχι πλήρως– δύο χρόνια νωρίτερα (κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ), δηλαδή πριν από τη λήξη του τρίτου μνημονίου το 2018.
Η νέα μέτρηση της ΕΛΣΤΑΤ δείχνει ότι το 2018 είχαμε τελικά αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,1%, αντί του 1,7% που γνωρίζαμε, ενώ και το 2017 υπήρξε σκίρτημα της τάξεως του 1,7%, αντί του 1,1%.
Είναι απολύτως τώρα βέβαιο ότι χωρίς τις ακροβασίες Τσίπρα – Βαρουφάκη, τις οποίες υποστήριξε πολιτικά ο Καμμένος, χωρίς το καταστροφικό δημοψήφισμα υπέρ της εξόδου μας από την Ευρωζώνη, η Ελλάδα θα είχε ακολουθήσει την επιστροφή όλων των άλλων κρατών σε κανονικές συνθήκες.
Τι μαθαίνουμε υπό το φως των νέων στοιχείων; Η ευλαβική τήρηση των δημοσιονομικών ισορροπιών με ταυτόχρονη μείωση της φορολογικής πίεσης και οι σημαντικές επενδύσεις που στηρίζει το Ταμείο Ανάκαμψης, σε συνδυασμό με τις επιχειρηματικές ευκαιρίες που δημιουργεί ο ηπιότερος, πλέον, πληθωρισμός δημιουργούν τις προϋποθέσεις για επιτάχυνση της ήδη τετραετούς ανάκαμψης. Με δυο λόγια: Με την πολιτική που ασκείται από τη σημερινή κυβέρνηση, μπορούμε να πούμε ότι οι αριθμοί θα ευημερούν. Το θέμα όμως είναι να ευημερούν και οι άνθρωποι.
του Φώτη Σιούμπουρα