Στα ελληνικά αυτιά μας η λέξη «ανασχηματισμός», δηλαδή οι αλλαγές στο υπουργικό σχήμα και συνολικά στην κυβέρνηση κατά τη διάρκεια μιας κυβερνητικής θητείας, είναι πολύ γνώριμη και οικεία ώστε οι πρωθυπουργοί να ανταποκριθούν στις πολιτικές πιέσεις.
Κάποιοι ανασχηματισμοί-ορόσημα, όπως αυτός της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1992, που αναλαμβάνει προσωρινά ο ίδιος ο πρωθυπουργός το υπουργείο Εξωτερικών μετά την παραίτηση του Αντώνη Σαμαρά, γίνονται γιατί τη δεδομένη χρονική στιγμή δεν υπάρχει άλλη επιλογή που να κρατήσει «ζωντανή» -χωρίς εθνικές παλινωδίες- την κυβέρνηση, τη χώρα.
Από την άλλη υπάρχουν παραδείγματα, όπως το 2010 στην κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, ο οποίος αντιμετωπίζοντας την οικονομική κρίση προχώρησε σε ευρύ ανασχηματισμό δημιουργώντας νέες θέσεις, ή ο ανασχηματισμός της 7ης Ιουλίου 2015 στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, όταν μετά το δημοψήφισμα του 2015 και εν μέσω διαπραγματεύσεων με τους δανειστές προέβη στην αντικατάσταση του Γιάνη Βαρουφάκη με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο στο υπουργείο Οικονομικών. Υπάρχουν βεβαίως και ανασχηματισμοί που ως σκοπό έχουν να παραμείνουν γαντζωμένοι στις «καρέκλες της εξουσίας».
Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες έχουν άλλα πολιτικά συστήματα και διαφορετική κουλτούρα, όπως η Γερμανία, η Δανία και η Ολλανδία, αν και με ύπαρξη κυβερνήσεων συνασπισμού, οι ανασχηματισμοί δεν είναι τόσο συχνοί, καθώς οι συμφωνίες μεταξύ των κομμάτων διασφαλίζουν τη σταθερότητα των υπουργικών θέσεων και της πολιτικής σταθερότητας. Και αυτό το μοντέλο πολιτικής σταθερότητας έχει επιλέξει να ακολουθήσει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης στα έξι χρόνια διακυβέρνησης και τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις, χωρίς να υποκύπτει στις ανούσιες και άλογες πιέσεις των πολιτικών του αντιπάλων. Προβαίνει σε αλλαγές κάνοντας «χειρουργικές» παρεμβάσεις όταν βλέπει πως οι άνθρωποι που έχει ορίσει δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους για να βελτιώσουν πραγματικά τη ζωή όλων των Ελλήνων ή δεν ανταποκρίνονται τη δεδομένη χρονική περίοδο στις ανάγκες τού εκάστοτε υπουργείου. Για τον λόγο αυτόν έχει προβεί σε τέσσερις μόνο ανασχηματισμούς, μικρότερης ή μεγαλύτερης κλίμακας.
Δυστυχώς δεν είναι λίγες οι φορές που δημοσιογράφοι και μεγάλα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ελλείψει πολιτικής επικαιρότητας ή για την άλλους σκοπούς, «βομβαρδίζουν» ανά τακτά χρονικά διαστήματα είτε για το ενδεχόμενο πρόωρης προσφυγής στις κάλπες είτε για ενδεχόμενο ανασχηματισμό.
Το τελευταίο διάστημα και λόγω κάποιων παραιτήσεων έχει ενταθεί η «ανασχηματισμολογία». Αν υπάρξει ή όχι ανασχηματισμός είναι αποκλειστικά και μόνο προνόμιο του κύριου πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και κανενός άλλου.
Αν τώρα έρθει ένας ανασχηματισμός, δεν θα είναι απλώς μια τυπική διαδικασία αλλά σίγουρα μια στρατηγική επιλογή που θα σηματοδοτήσει την ανανέωση και την επανατοποθέτηση της κυβέρνησης απέναντι στις προκλήσεις του μέλλοντος, κοιτάζοντας παράλληλα και τις αστοχίες του χθες. Για την κυβέρνηση λοιπόν, όπως έχουμε γνωρίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη και συνολικά όλους τους προέδρους και πρωθυπουργούς της Νέας Δημοκρατίας, ο ανασχηματισμός δεν αποτελεί μια μηχανιστική διαδικασία ανακύκλωσης προσώπων αλλά μια στοχευμένη παρέμβαση που διασφαλίζει τη συνέχιση του κυβερνητικού έργου με τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα.
Κάθε απόφαση αλλαγής σε θέσεις-κλειδιά λαμβάνεται με γνώμονα το συμφέρον των πολιτών και την ανάγκη για διαρκή αναβάθμιση του κρατικού μηχανισμού. Η σταθερότητα δεν σημαίνει ακινησία αλλά προσαρμογή στις νέες προκλήσεις, με στελέχη, είτε κοινοβουλευτικά είτε εξωκοινοβουλευτικά, που έχουν αποδείξει την ικανότητά τους να υλοποιούν μεταρρυθμίσεις και να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της κοινωνίας, καθώς και να συνεχίσει το έργο της αναμόρφωσης και του εκσυγχρονισμού της χώρας.