Όσοι μεταπολιτευτικοί πρωθυπουργοί αξιώθηκαν δεύτερη θητεία βρέθηκαν, περίπου στον ίδιο χρόνο, μπροστά στο ίδιο φαινόμενο: κυβερνητική φθορά και διάθεση του εκλογικού σώματος για «αλλαγή». Στα μέσα της δεύτερης θητείας τους ήλθαν αντιμέτωποι με το «φαινόμενο» αυτό ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, (1979), ο Ανδρέας Παπανδρέου (1987), ο Κώστας Σημίτης (2003), ο Κώστας Καραμανλής (2009).
Σε όλες τις δεύτερες κυβερνητικές θητείες, το εκλογικό σώμα έδειχνε να μην εκτιμά τίποτα. Ο κόσμος ήταν ανένδοτος, όλα τον ενοχλούσαν, για όλα αντιδρούσε. Μικρά και μεγάλα θέματα στο μυαλό του κόσμου γίνονταν ένα, πάντα εναντίον της κυβέρνησης.
Στη δεύτερη θητεία του ο Κωνσταντίνος Καραμανλής «έπεφτε», διότι ο κόσμος ανακάλυψε ξάφνου ότι ήταν δεξιός, ενώ η κοινωνία είχε αγαπήσει τον θολό σοσιαλισμό των μη προνομιούχων. Ο Ανδρέας κατέρρεε διότι στο προσκεφάλι του στο Χέρφιλντ καθόταν μια αεροσυνοδός και διότι ένας κάποιος Κοσκωτάς, από υπάλληλος τράπεζας, βρέθηκε τραπεζίτης. Ο Σημίτης «βούλιαζε» διότι ένα ματσάκι μαϊντανού από 50 δραχμές πήγε στο μισό ευρώ, δηλαδή στις 172 (πρώην) δραχμές, κι ας είχε μοιράσει το μεγαλύτερο πακέτο παροχών. Ο Κώστας Καραμανλής δεν είχε εθνικό ακροατήριο, διότι ένα μοναστήρι είχε ανταλλάξει μια λιμνοθάλασσα με ένα κρατικό κτίριο στους Θρακομακεδόνες. Όσο επουσιώδη ή δευτερεύοντα και αν έμοιαζαν όλα τούτα (πέραν της γενικότερης κυβερνητικής πολιτικής που ασκείτο με λάθη και καθυστερήσεις), μεταβλήθηκαν σε εθνικού μεγέθους υποθέσεις που μονοπωλούσαν για μήνες την επικαιρότητα, μέχρι που διέλυσαν την πολιτική ηγεμονία των τότε κυβερνήσεων. Στην πραγματικότητα, η κοινωνία είχε τότε αποφασίσει ότι δεν ήθελε πια το κόμμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή (ο οποίος είχε μεταπηδήσει ήδη στην Προεδρία της Δημοκρατίας) μήτε τον Ανδρέα Παπανδρέου, μήτε τον Κώστα Σημίτη, μήτε τον Κώστα Καραμανλή.
Τώρα, ο Κυρ. Μητσοτάκης αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι μπορεί να αντιμετωπίσει το ίδιο ακριβώς «φαινόμενο», εξαιτίας ενός δυστυχήματος, που τον κυνηγά, της τραγωδίας των Τεμπών, το οποίο, όταν συνέβη, σε προεκλογική ουσιαστικά περίοδο, παρά το σοκ και δέος που προκάλεσε στην κοινωνία, δεν τον ακούμπησε καν εκλογικά. Σήμερα τον «πληγώνει», εξαιτίας της τοξικότητας των αντιπολιτευόμενων κομμάτων, αλλά και δικών του (κυρίως επικοινωνιακών) λαθών. Θα έχει όμως η δεύτερη κυβερνητική θητεία του Κυριάκου Μητσοτάκη την κατάληξη της αντίστοιχης των μεταπολιτευτικών πρωθυπουργών;
Τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων δεν δείχνουν κάτι τέτοιο. Απεναντίας μάλιστα, κρίνεται ότι ο Μητσοτάκης μεταξύ όλων των αρχηγών των κομμάτων, που αγωνίζονται για την πτώση του, είναι ο καταλληλότερος να συνεχίσει να κυβερνά και έχει τη δυνατότητα να προσφέρει ακόμη πολλά στη χώρα. Εξάλλου, η αντιπολίτευση είναι σε πολύ χειρότερη κατάσταση από την κυβέρνηση. Ο δε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και «εν δυνάμει πρωθυπουργός» Νίκος Ανδρουλάκης αποφάσισε να μετατρέψει το ΠΑΣΟΚ σε ένα υβρίδιο Πλεύσης Ελευθερίας και Ελληνικής Λύσης, και να επιμένει σε μια τακτική αποδεδειγμένα βλαπτική για το κόμμα και τον ίδιο.
Όπερ, πίσω από τον «αποδυναμωμένο» Μητσοτάκη ακολουθούν η πολιτική αστάθεια, η ακυβερνησία και η μακροχρόνια πολιτική κρίση, με όσα αυτά σημαίνουν για τους πολίτες και για τη χώρα. Πάνω σε αυτά θα παίξει ο πρωθυπουργός για να «γυρίσει το χαρτί». Και μπορεί να το κάνει.
του Φώτη Σιούμπουρα

