Στις 28 Μαΐου 1979, το όραμα του Εθνάρχη Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή παίρνει «σάρκα και οστά», έπειτα από προσπάθειες δεκαετιών και δικτατορία. Χάρις στις διαπροσωπικές σχέσεις με ηγέτες της Ευρώπης όπως ο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, η Ελλάδα μετά από χρόνια περιπετειών, πολέμων και διχασμού -χωρίς ακόμα να έχει αποβάλει τα πάθη του εμφυλίου- εισέρχεται σε ένα κλειστό γκρουπ όπως ήταν αυτό της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.
Η είσοδος και η συμμετοχή σε μια Κοινότητα που εγγυόταν οικονομική και πολιτική σταθερότητα, παγίωνε την Ελλάδα ως μια εγγυήτρια δύναμη της ιδιαίτερης εύφλεκτης περιοχής της Ανατολική Μεσογείου. Από την πολιτική αστάθεια και τη ρευστή κατάσταση των Βαλκανίων, η Ελλάδα ήταν αυτή που θα είχε αξιοζήλευτη θέση στο ευρωπαϊκό στερέωμα. Κυρίως, όμως, με την ένταξη της Ελλάδος στην Κοινότητα, ο Καραμανλής πίστευε ότι διασφάλιζε και εδραίωνε το δημοκρατικό πολίτευμα και διασφάλιζε τους δημοκρατικούς θεσμούς και την ανεξάρτητη δικαιοσύνη.
Πέραν του παραπάνω, με την ένταξη στην Ενωμένη Ευρώπη εξασφάλιζε και θωράκιζε την άμυνα της χώρας και όριζε με σαφήνεια πως η Ελλάδα δεν ανήκει στον Τρίτο Κόσμο. Ήθελε να αποφύγει κάθε ενδεχόμενο ένταξης στη σφαίρα επιρροής της ΕΣΣΔ. Ήταν ανεξάρτητη, κύριος παίχτης στο περιφερειακό και διεθνές σύστημα και σταθερά βασικός συνομιλητής των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Η ΕΟΚ έδινε την ευκαιρία μετακίνησης προσώπων και αγαθών, με αποτέλεσμα η χώρα να μπαίνει σε μια μεγάλη και κοινή αγορά. Ωφελήθηκε από αναπτυξιακά προγράμματα καθώς και από την εισαγωγή νέων μέσων παραγωγής για την αύξηση των εισόδων. Η συμμετοχή στην ευρωπαϊκή οικογένεια εγγυόταν τον πλήρη εκσυγχρονισμό της χώρας και τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους για τον προγραμματισμό, τον σχεδιασμό και την υλοποίηση μεγάλων και αναγκαίων έργων.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αν και συνάντησε δυσκολίες και Ευρωπαίους ηγέτες που ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικοί και δυσανασχετούσαν στην ιδέα και μόνο η Ελλάδα να εισέλθει στην Κοινότητα, τα κατάφερε. Χαρακτηριστική είναι η απάντηση που έδωσε στον Γερμανό καγκελάριο Χέλμουτ Σμιτ -τρία χρόνια πριν από την υπογραφή ένταξης της χώρας στην Κοινότητα στο Ζάππειο-, ο οποίος είχε αναφέρει πως η Ελλάδα δεν είχε τις οικονομικές προϋποθέσεις για την ένταξη στην Κοινότητα, με τον Καραμανλή να λέει χαρακτηριστικά: «Εσείς, που έχετε αιματοκυλήσει την Ευρώπη δύο φορές, έχετε το δικαίωμα να είστε μέσα στην Κοινότητα και εμείς, που δώσαμε τα φώτα σε όλους εσάς, θα είμαστε εκτός; Να ξέρετε, αυτό που σας λέω μεταξύ μας, τώρα που θα σταθούμε μπροστά στους δημοσιογράφους που μας περιμένουν έξω, θα το πω δημοσίως!».
Ο Χέλμουτ Σμιτ, μετά τη δυναμική απάντηση-προειδοποίηση του Καραμανλή, ήταν εκείνος που δήλωσε πρώτος από όλους: «Είμαστε υπέρ της Ελλάδας, πρέπει να μπει στην Κοινότητα».
Ο ιδρυτής της Νέας Δημοκρατίας και βαθιά ευρωπαϊστής είχε να αντιμετωπίσει και να κάμψει τις αντιδράσεις των εγχώριων πολιτικών αντιπάλων. Για την ιστορία, επί της αρχής το σχετικό νομοσχέδιο για την ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ ψήφισαν υπέρ 193 βουλευτές: οι 175 της κυβερνώσας παράταξης, της Νέας Δημοκρατίας, οι τέσσερις του Κόμματος Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (ΚΟΔΗΣΟ), οι δύο από τους πέντε της Ένωσης Δημοκρατικού Κέντρου (ΕΔΗΚ), ο πρόεδρος της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) Ηλίας Ηλιού, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ Εσωτερικού Λεωνίδας Κύρκος, οι τέσσερις της Εθνικής Παράταξης και έξι ανεξάρτητοι – μεταξύ αυτών, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Γεώργιος Μαύρος και ο Στέλιος Παπαθεμελής. «Παρών» είχαν δηλώσει δύο βουλευτές της ΕΔΗΚ, οι Νικήτας Βενιζέλος και Κώστας Μπαντουβάς, και ο αρχηγός αυτής, Ιωάννης Ζίγδης, μολονότι επέμενε στη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τη συνθήκη και είχε ουσιώδεις διαφωνίες με την κυβέρνηση, θα έκανε το παν για να τη βοηθήσει να πετύχει την ένταξη.
Καταψήφισαν οι 93 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και 11 του ΚΚΕ, με το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου να χαρακτηρίζει τη συμφωνία «αποικιοκρατική» και να υποστηρίζει ότι θα οδηγούσε σε «εθνική υποτέλεια». Ουσιαστικά, η παράταξη εκείνη που εκμεταλλεύτηκε και διαχειρίστηκε όσο καμία τους ευρωπαϊκούς πόρους είναι εκείνη που από το 1977 έως και τις προεκλογικές συγκεντρώσεις του 1981 είχε ως σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», με τον Ανδρέα Παπανδρέου να είναι αναφανδόν κατά των συμμαχιών, όχι όμως και των οφελών όπως αποδείχθηκε.
Το ΠΑΣΟΚ τι έκανε; Πώς αξιοποίησε το δώρο Καραμανλή προς τη χώρα και τον λαό της;
Από το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο»… φθάσαμε στο «μαζί τα φάγαμε»! Κι από το όραμα του Καραμανλή στο μεγάλο φαγοπότι. Ευρωπαϊκά κονδύλια έγιναν βίλες, διορισμοί και μπουζούκια.
Το ΠΑΣΟΚ που ούρλιαζε για «εθνική υποτέλεια» έγινε ο μεγαλύτερος διαχειριστής και σπάταλος των ευρωπαϊκών πόρων. Η Ελλάδα, αντί για «παίκτης» στην ΕΕ, κατάντησε επαίτης και ουραγός.
Μήπως τελικά το «συνδικάτο» δεν ήταν και τόσο ψέμα;
Γράφει ο Στρατής Κοκκινέλλης
Φιλόλογος – δημοσιογράφος