Η είδηση ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα και σε ολόκληρη την Ευρωζώνη ακολουθεί την ίδια τάση με εκείνη στις ΗΠΑ και ανέβηκε πάνω από 5% δεν μπορεί να πέρασε ασφαλώς από κανέναν απαρατήρητη. Πολύ περισσότερο από τους ασκούντες οικονομική πολιτική, οι οποίοι καλούνται να πάρουν αποφάσεις για τα δημόσια οικονομικά και το εισόδημα των νοικοκυριών, το οποίο πλήττεται. Η πληθωριστική αυτή έκρηξη φέρνει τις μεγάλες οικονομίες στην αρχή ενός νέου κύκλου, που τα βασικά του χαρακτηριστικά θα είναι η άνοδος των επιτοκίων δανεισμού και ο περιορισμός της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών. Ήδη το κόστος δανεισμού για την Ελλάδα αυξήθηκε κατά τι, για τα νοικοκυριά έχουν μηδενιστεί οι αποδόσεις των καταθέσεων, ενώ οι μισθοί και οι αμοιβές στο Δημόσιο και στους συνταξιούχους παραμένουν παγωμένοι για δέκατη χρονιά.

Όλα αυτά γνωρίζουμε πια όλοι πως έχουν δημιουργήσει δραματικές συνθήκες για πολλά φτωχά νοικοκυριά και αφόρητη πίεση στη μεσαία τάξη, που δίνει έναν ακόμη αγώνα επιβίωσης εν μέσω πανδημίας, αλλά και δυσαρέσκεια στις εύπορες κοινωνικές ομάδες, που μπορεί να αντέχουν τώρα το βάρος των λογαριασμών ενέργειας αλλά βλέπουν δυσκολότερο το αύριο, αν δεν μειωθούν τα φορολογικά τους βάρη και δεν εξασφαλίσουν αποδόσεις στις καταθέσεις και στην περιουσία τους.

Οι επιλογές για μικρές επιδοτήσεις στους λογαριασμούς της ΔΕΗ και του φυσικού αερίου είναι μία μικρή ανάσα για τα νοικοκυριά, δεν λύνουν όμως το πρόβλημα, που είναι η σταθεροποίηση του επιπέδου των τιμών της ενέργειας μέσω μείωσης των ειδικών φόρων κατανάλωσης. Δυστυχώς, οι αποφάσεις που θα μπορούσαν να προστατεύσουν τα νοικοκυριά και να δώσουν ώθηση στην πραγματική οικονομία, όπως η ουσιαστική αύξηση των κατώτατων αμοιβών εργασίας, η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η μείωση των φορολογικών συντελεστών, με κορυφαία την κατάργηση της έκτακτης εισφοράς, σχεδιάζονται για αργότερα, ίσως για το 2023, τότε που λήγει δηλαδή η συνταγματική προθεσμία για εκλογές. Μήπως όμως μέχρι τότε είναι αργά;

 

του Φώτη Σιούμπουρα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο