Με την ιδιότητα της γιατρού, η βουλευτής Ιωαννίνων του ΣΥΡΙΖΑ, Μερόπη Τζούφη, κρίνει ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει προβεί σε «μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης, ελάχιστες προσλήψεις, αλχημείες με τον αριθμό των ΜΕΘ, παροπλισμό της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και αποψίλωση των Κέντρων Υγείας», ενώ θεωρεί ότι η κυβερνητική στήριξη στο ΕΣΥ είναι σχεδόν μηδενική.

Επιπλέον, η πρώην υφυπουργός Υγείας θεωρεί πως «το σχέδιο του υπουργείου Υγείας για το “Νέο ΕΣΥ” θα αποτελέσει τη χαριστική βολή στη δημόσια περίθαλψη».

Είστε ιατρός και καθηγήτρια Παιδιατρικής-Παιδονευρολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Πώς κρίνετε την πολιτική της κυβέρνησης στον τομέα της υγείας;

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη «δεν πιστεύει» στα δημόσια αγαθά. Όπως έχει αποδείξει εδώ και δυόμισι χρόνια, εχθρεύεται κάθε πτυχή του κοινωνικού κράτους και κάθε έννοια κοινωνικής αλληλεγγύης. Κάθε νομοθέτημα και κάθε πρωτοβουλία της αποσκοπεί στην απορρύθμιση, στην κατάλυση του κοινωνικού κράτους και στην ιδιωτικοποίηση. Κοινός παρονομαστής; Πολιτικές που βοηθούν τη συσσώρευση και τη μεγιστοποίηση τους κέρδους των λίγων σε βάρος των πολλών.

Η αντικοινωνική αυτή θεώρηση έχει άμεσες επιπτώσεις και στο δημόσιο Σύστημα Υγείας. Όλο αυτό το διάστημα που το ΕΣΥ δίνει μια άνιση μάχη με τον κορονοϊό, σε συνθήκες αποδιοργάνωσης και εξουθένωσης, η κυβερνητική στήριξη είναι σχεδόν μηδενική. Μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης, ελάχιστες προσλήψεις, αλχημείες με τον αριθμό των ΜΕΘ, παροπλισμός της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και αποψίλωση των Κέντρων Υγείας ώστε να καλυφθούν ανάγκες στα νοσοκομεία. Παράλληλα, η κυβερνητική στρατηγική μετέτρεψε τα νοσηλευτικά ιδρύματα της χώρας σε «νοσοκομεία μιας νόσου», με ανυπολόγιστες συνέπειες για τους υπόλοιπους ασθενείς που χρήζουν φροντίδας και περίθαλψης.

Παρά τις ορατές συνέπειες των μνημονίων και της πανδημίας στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας, η κυβέρνηση δρομολογεί τη συρρίκνωση του ΕΣΥ, τις συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα (ΣΔΙΤ), την ιδιωτικοποίηση κλινικών, εργαστηρίων και μονάδων. Παράλληλα, η εξυπηρέτηση των επιχειρηματιών υγείας συνεχίζεται. Αν και η Ελλάδα συνεχίζει να καταγράφει πολύ άσχημες επιδόσεις στους «σκληρούς δείκτες» της πανδημίας, η κυβέρνηση δεν έχει αποκομίσει κανένα δίδαγμα από την τεράστια υγειονομική τραγωδία και επιμένει στην ίδια καταστροφική προοπτική.

Η πολιτική της κυβέρνησης για την Υγεία αποτυπώνεται στις κυνικές δηλώσεις των στελεχών της. Ενδεικτικά: «αν είχαμε ακούσει τον ΣΥΡΙΖΑ για τις ΜΕΘ, θα είχαμε πετάξει δεκάδες εκατομμύρια» (Πέτσας), «δεν υπάρχει λόγος για πολυτελές Σύστημα Υγείας» (Σκέρτσος), «περιορίστε τα τακτικά χειρουργεία» (Γκάγκα), «εάν είχαμε 5.000 ΜΕΘ, θα είχαμε και μεγαλύτερο αριθμό νεκρών» (Γεραπετρίτης) και «δεν έχω ενδείξεις ότι οι διασωληνωμένοι εκτός ΜΕΘ έχουν μεγαλύτερη θνησιμότητα» (Μητσοτάκης).

Σήμερα, το σχέδιο του υπουργείου Υγείας για το «Νέο ΕΣΥ» αναμένεται να αποτελέσει τη χαριστική βολή στη δημόσια περίθαλψη. Οι εργαζόμενοι του ΕΣΥ, οι σύλλογοι ασθενών, όλοι οι πολίτες και οι προοδευτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης έχουμε χρέος να ακυρώσουμε αυτό το δυστοπικό σχέδιο, διεκδικώντας ένα δημόσιο, ποιοτικό και αναβαθμισμένο Σύστημα Υγείας προσβάσιμο σε όλους. Αυτό είναι άλλωστε το συμπέρασμα που προκύπτει διεθνώς για την επόμενη ημέρα των Συστημάτων Υγείας.

Ως ιατρός και ως πρώην υφυπουργός Παιδείας, τι θα προτείνατε σε μια ενδεχόμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ όσον αφορά τον ευαίσθητο τομέα «Υγείας και Παιδείας»;

Υγεία και Παιδεία αποτελούν δύο από τους τομείς που έχουν δεχτεί τα μεγαλύτερα πλήγματα, τόσο από την πανδημία και τη διαχείρισή της, όσο και από τις κυβερνητικές ιδεοληψίες. Όπως οι υγειονομικοί, έτσι και η εκπαιδευτική κοινότητα έχει απορρίψει το «μεταρρυθμιστικό έργο» της Νέας Δημοκρατίας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ τάσσεται ανοιχτά υπέρ της δημόσιας, δωρεάν εκπαίδευσης και υγείας. Αυτό προσπάθησε να υποστηρίξει κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, παρά τις μνημονιακές υποχωρήσεις και συμβιβασμούς. Το ίδιο θα προσπαθήσει να εφαρμόσει όταν βρεθεί στον κορμό μιας προοδευτικής διακυβέρνησης. Προϋπόθεση της κοινωνικής αυτής αναγκαιότητας αποτελεί η αύξηση των δημόσιων δαπανών, η στελέχωση με προσωπικό, η ενίσχυση των υποδομών και των κτιρίων, η αναβάθμιση των περιεχομένων και των διαδικασιών, όπως και η κατάργηση όλων των αντιδραστικών νομοθετημάτων της ΝΔ.

Όμως, η οικονομία πάσχει από ρευστότητα και οι «θεσμοί» επαναφέρουν τη δημοσιονομική πειθαρχία. Από πού θα αντλούσατε τους αναγκαίους πόρους;

Στη μετα-μνημονιακή φάση που βρίσκεται η χώρα, χρειαζόμαστε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, θέτοντας τις κοινωνικές προτεραιότητες στο προσκήνιο. Το Ταμείο Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας αποτελεί μια ιστορική ευκαιρία για τη χρηματοδότηση βασικών δράσεων και υποδομών που στοχεύουν στη δίκαιη πράσινη μετάβαση, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, τον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου και την κοινωνική συνοχή. Επίσης, το νέο ΕΣΠΑ δίνει σημαντικές ευκαιρίες για τη μείωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων.

Δυστυχώς, η πρόθεση της κυβέρνησης είναι να κατευθυνθούν τα κονδύλια σε μια μικρή μειοψηφία της εγχώριας επιχειρηματικής ελίτ, αδιαφορώντας για την ακρίβεια και τον πληθωρισμό, την έλλειψη ρευστότητας και την υπολειτουργία βασικών υποδομών του κράτους. Βασική μας πεποίθηση είναι πως οι πόροι πρέπει να ανακατευθυνθούν προς όφελος της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας, με τον επανασχεδιασμό να είναι αναγκαίος και επιτακτικός, ώστε η χώρα και οι πολίτες να έχουν παρόν και μέλλον.

 

Συνέντευξη στον Γιάννη Σπ. Παργινό

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο