Έχουν περάσει 4 χρόνια από την υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών, στις 12 Ιουνίου του 2018. Όσα χρόνια και να περάσουν όμως, η αλήθεια στη συνείδηση των Ελλήνων δε γίνεται να ξεθωριάσει, όπως δε συνέβη με την Πόλη, με την Κύπρο και με δεκάδες άλλες περιπτώσεις μέσα στην μακρόχρονη Ιστορία του Έθνους.

Του Γιώργου Γρηγορόπουλου 

Θα μπορούσα να γράψω 2500 χιλιάδες σελίδες, μια για κάθε έναν χρόνο, της καταγεγραμμένης τουλάχιστον, ένδοξης Μακεδονικής ιστορίας των Ελλήνων, μα θα ήταν λίγες για να χωρέσουν το μεγαλείο της. Θα μπορούσα αναφερθώ εκτεταμένα στην παραπομπή του Πατέρα της Ιστορίας Ηροδότου, περί εθνολογικής ταύτισης των ανθρώπων που ζούσαν στον ευρύτερο Ελλαδικό χώρο, καθότι πράγματι, οι Μακεδόνες μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τους Λακεδαιμόνιους, είχαν τον ίδιο πολιτισμό με τους Αθηναίους, του ίδιους Θεούς με τους Θηβαίους και ούτω καθεξής. Θα μπορούσα να αναφέρω αμέτρητα ιστορικό δεδομένα όπως την παρουσία των Μακεδόνων στους ολυμπιακούς αγώνες, παρουσία – δικαίωμα μόνο μιας Ελληνική πόλης κράτους ή να μεταφέρω τα λόγια του Μεγάλου Αλέξανδρου που προσδιόριζε τον εαυτό του ως Βασιλέα των Ελλήνων. Θα μπορούσα όμως να προσεγγίσω το θέμα και δια της ατόπου…

Πώς άραγε είναι Μακεδόνες εκείνοι που δεν υπήρχαν στον χάρτη πριν από τον 6 αιώνα μ.Χ.; Οι ίδιοι που δεν ήξεραν τι θα πει γραφή και γλώσσα, πριν ακόμα τους χαρίσουν αυτό το δώρο οι Βυζαντινοί Έλληνες

Κύριλλος και Μεθόδιος; Οι ίδιοι, που ακόμα και σήμερα ομιλούν μια γλώσσα βαρβαρική, κατά τους αρχαίους ημών, που ουδεμία σχέση έχει με τα Ελληνικά;

Θα μπορούσα πράγματι να κάνω παραπομπές αμέτρητες, ιστορικές, γεωγραφικές, πολιτισμικές, μα δε θα είχε κανένα νόημα, καθότι όταν εκείνος που ακούει, είναι, είτε κακοπροαίρετος, είτε ψυχικά διαταραγμένος, τότε η αλήθεια που εμφανίζεται πάντοτε ετεροχρονισμένη μα και αποστασιοποιημένη από την υποκειμενικότητα του κάθε επιτήδειου, μέσα από το ψηφιδωτό της ιστορίας, του πολιτισμού, της ιδίας της φύσης που τοποθετεί τα πράγματα στη θέση τους, φαντάζει μάταιη ακόμη και να ειπωθεί. Στην περίπτωσή μας, συμβαίνουν και τα δύο ταυτόχρονα. Οι Σκοπιανοί πολιτικοί είναι κακόβουλοι και εντολοδόχοι, ενώ ο λαός των Σκοπίων, πάσχει ψυχικά και χωρίς δικιά του ευθύνη, διότι τον εκπαίδευσαν να βιώνει ένα ειδεχθές ψεύδος, σαν μια αδιαπραγμάτευτη αλήθεια με αποτέλεσμα να ζει αυταπατώμενος.

 

Από την άλλη πλευρά, μια ομολογία πίστεως σίγουρα δεν είναι ένα τυχαίο ή υποκινούμενο περιστατικό. Όταν όμως αυτή η πίστη, χαλυβδώνεται μέσα από την πολυφωνία αμέτρητων οντοτήτων, που την υποστηρίζουν όχι στη βάση του αυθαίρετου και της γνώμης, αλλά στον θεμέλιο λίθο της Αριστοτελικής λογικής, στην άσπιλη γνώση και στην ιστορικότητα δεδομένων και ευρημάτων, που είναι αδύνατον να αποδομηθούν, από οποιαδήποτε ανθρώπινη ή υπεράνθρωπη δύναμη.

Οι άνθρωποι που συγκεντρώνονται και αντιστέκονται στις εκκωφαντικές μειοψηφίες, στην πραγματικότητα ερεθίζονται από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Προκαλούνται να υπηρετήσουν τη λογική σκέψη, όταν υποσκάπτεται από σοφιστείες, την ιστορική αλήθεια, όταν λεκιάζεται από ανιστόρητους υπαινιγμούς και το αίσθημα της δικαιοσύνης, όταν αλλοιώνεται με πρόσχημα την ισότητα, μεταξύ όμως άνισων παρακαταθηκών. Η ανάγκη του συνέρχομαι και συναθροίζομαι υπέρ του δικαίου, είναι το έσχατο και συνάμα αναίμαχτο όπλο, που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο βαλλόμενος απέναντι σε αυτόν που τον βάλλει. Έστω και αν επιζητά το προφανές, έστω και αν λοιδορείται από τους λίγους που κατέχουν την ολισθηρή δύναμη να χαρακτηρίζουν, όντες οι ίδιοι αχαρακτήριστοι για τα ατοπήματα που διαπράττουν.

Η περίπτωση των Σκοπιανών γειτόνων λοιπόν, φαντάζει με ένα περιστατικό ακραίου ψυχωσικού συνδρόμου, που πολλές φορές οδηγεί στην παράνοια. Θυμίζει τον διαταραγμένο άνθρωπο που αισθάνεται άσχημα για την ίδια του τη φύση σε τέτοιον βαθμό, που το μυαλό του αρνείται να επιβεβαιώσει την εικόνα του όπως αυτή φανερώνεται αδιαπραγμάτευτη στο κάτοπτρο απέναντί του. Η ιστοριογραφία της ψυχολογίας άλλωστε έχει να επιδείξει πολλαπλές τέτοιες περιπτώσεις

διαταραγμένων προσωπικοτήτων. Άνθρωποι για παράδειγμα που ενώ ανήκουν σε ένα φύλο, θεωρούν πως συγκαταλέγονται στο αντίθετο. Άνθρωποι αδύνατοι και ευθυτενείς που θεωρούν το σώμα τους παχύσαρκο ή ευπαρουσίαστοι που νιώθουν δύσμορφοι. Όταν λοιπόν αυτή η διαταραγμένη εικόνα που έχουν για το άτομό τους, με βάση τα δεδομένα και όχι με ό,τι εκείνοι πιστεύουν, εμποτίζεται και θεμελιώνεται από απόψεις κακόβουλων, συμφεροντολόγων και καιροσκόπων, οι οποίοι για δικό τους όφελος ενθαρρύνουν την παράνοια, χαρακτηρίζοντάς την ως καταπιεσμένη αλήθεια, τότε μοιραία δε θα έχουν πλέον κανέναν ηθικό φραγμό για να μην προβούν στο απονενοημένο διάβημα της παραδοξότητας και της υπαρξιακής αλλοίωσης, τελειοποιώντας το τερατούργημά τους. Ένας τέτοιος άνθρωπος θα ήταν απόλυτα επικίνδυνος πρωτίστως για τον ίδιο του τον εαυτό και εν δυνάμει για οποιονδήποτε άλλον. Μην έχοντας αντιστάσεις, είναι βέβαιο ότι θα προέβαινε σε ακραίες και θηριώδεις πράξεις, από το να αφαιρέσει ίσως ένα μέλος του σώματός του για να αφανίσει τα ευρήματα της φύσεώς του, πιστοποιώντας ταυτόχρονα την παράνοια, μέχρι να εχθρευτεί σε ένα ολόκληρο πλήθος ανθρώπων που δεν τη συμμερίζεται. Τι άραγε θα μπορούσε να κάνει ένα τέτοιο κράτος, αν μάλιστα είχε τη δύναμη;

Σίγουρα ένας λαός, όπως και ένας άνθρωπος, έχει το δικαίωμα να αυτοπροσδιοριστεί, έχει επίσης την ψυχή του που τον κάνει να αισθάνεται και αυτό είναι απόλυτα θεμιτό, όπως επιτάσσει το θυμοειδές. Δεν έχει όμως κανένα δικαίωμα να καπηλεύεται και να καρπώνεται ό,τι δεν του ανήκει, επειδή αυθαίρετα αποφάσισε να πλαστοπροσωπήσει την ύπαρξή του μεταπηδώντας σε ξένα χωράφια που ποτέ δεν του ανήκαν, παρουσιάζοντας σαν τίτλους ιδιοκτησίας τη νέα και συνάμα ψεύτικη όψη του.

Όσο για τους πολιτικούς μας, των οποίων τον ρόλο σκοπίμως άφησα έξω από αυτό το κείμενο, καθότι η προσέγγιση ήθελα να έχει μια επίκληση στη λογική και τα ιστορικά δεδομένα, θα αρκεστώ να γράψω μονάχα ένα αξίωμα που επιβεβαιώνεται από τη ροη της σύγχρονης ιστορίας μας:

Καμία κυβέρνηση από τη σύσταση του Νεοελληνικού κράτους μέχρι σήμερα, δε λειτούργησε με δικιά της βούληση στα κρίσιμα θέματα του έθνους. Όλες οι κυβερνήσεις, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων όπως αυτή του Ιωάννη Καποδίστρια, εξαργύρωναν διαχρονικά τις διεθνείς επιταγές των μεγάλων ξένων δυνάμεων.