Τελικώς, στο ερώτημα «απέναντι στον Μητσοτάκη, ποιος», που τέθηκε και συζητήθηκε στην εκδήλωση των «προοδευτικών δυνάμεων» της περασμένης Τρίτης, απάντηση δεν υπήρξε.Ούτε καν ένα περίγραμμα οδικού χάρτη για τη σύμπραξη της αντιπολίτευσης δεν τέθηκε.

Το κύριο ενδιαφέρον της εκδήλωσης ήταν πραγματικά η μεγάλη συμμετοχή. Εντάξει, δεν ήταν μόνο απλός κόσμος. Ήταν και Παλαιστίνιοι που φώναζαν συνθήματα, ήταν και δυο-τρεις από τη «Σεισάχθεια» που κατηγόρησαν το πάνελ ότι διαλέγεται με τους αστούς, αλλά, όπως ειπώθηκε, αυτά μπορεί να αποτελούν μία αρχή για κάτι καινούργιο. Όλοι πάντως στο τέλος έριξαν το «μπαλάκι» στην κοινωνία και στο πώς αυτή θα εκφραστεί στις ευρωεκλογές του Ιουνίου, τότε που, και αναλόγως του αποτελέσματος, το ερώτημα εκ των πραγμάτων θα τεθεί ξανά.

Αν οι ευρωεκλογές διατηρήσουν τον σημερινό συσχετισμό δυνάμεων, δηλαδή αν παραμείνει το ίδιο πολιτικό σκηνικό και η διαφορά της ΝΔ από το δεύτερο κόμμα διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα και το ποσοστό του τρίτου μειωθεί έτι περαιτέρω,η απάντηση «εκ των πραγμάτων» θα είναι «ο κανένας» και ο Μητσοτάκης θα συνεχίσει ανενόχλητος προς την τρίτη κατά σειρά θητεία του.

Σήμερα και εν όψει των ευρωεκλογών,τέτοιο σκηνικό έχουμε να παρατηρήσουμε από την πρώτη τετραετία της Μεταπολίτευσης(1974-1977). Η τότε ΝΔ του Κωνσταντίνου Καραμανλή πήρε 54% στις εκλογές του 1974 και ήταν υπερ-κυρίαρχη, καθώς η εξ αριστερών αντιπολίτευση ήταν διασπασμένη. Το κόμμα του Κέντρου υπό τον Γεώργιο Μαύρο είχε λάβει 25% και το νεότευκτο ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου μόλις 13%.

Όμως, αυτή η «ανορθογραφία» διήρκεσε μόλις τρία χρόνια. Στις εκλογές του 1977, η ΝΔ υποχώρησε στο 41% και απέκτησε ισχυρό αντίπαλο. Το ΠΑΣΟΚ, απορροφώντας το Κέντρο, διπλασίασε το ποσοστό του και έγινε φανερό ότι έθετε τις βάσεις για να φτάσει στην κυβέρνηση. Αυτό έγινε το 1981 με το θριαμβευτικό 48%.

Έκτοτε, η εκάστοτε κυβέρνηση είχε ισχυρή αντιπολίτευση. Μέχρι και το 2019. Σήμερα, αυτός ο κανόνας έχει πλήρως ανατραπεί. Και όλοι περιμένουν τις ευρωεκλογές, για να δουν αν αυτή η κατάσταση θα συνεχιστεί.

Όλες οι ενδείξεις, πάντως, σε αυτό οδηγούν. Ο ΣΥΡΙΖΑ οδηγείται σε νέα συρρίκνωση. Και το ΠΑΣΟΚ μπορεί να είναι δεύτερο, αλλά δεν φαίνεται να έχει δυναμική που θα του επιτρέψει να αμφισβητήσει την κυριαρχία της ΝΔ. Η οποία κυριαρχία μπορεί να αμφισβητηθεί σήμερα μόνον από τα προβλήματα που έχει η κοινωνία. Γιατί μόνον αυτά είναι απέναντι στον Μητσοτάκη και όχι η αντιπολίτευση των «προοδευτικών κεντροαριστερών δυνάμεων», που δεν μπορεί να αρθρώσει σήμερα ουσιαστικό προγραμματικό λόγο, που φάνηκε και στην εκδήλωση της περασμένης Τρίτης. Εντάξει ακούσαμε (στην εκδήλωση) καταγγελίες και αφορισμούς για τον Μητσοτάκη, ακόμη και ότι «για τη χρεοκοπία της χώρας και τα μνημόνια φταίει ο Κώστας Καραμανλής», όχι όμως και ουσιαστικές προτάσεις διακυβέρνησης. Χρειάζονται και αυτές, βλέπετε…Όπως και το να ξεκαθαρίσουν την πολιτικής τους ταυτότητα οι πολιτικές δυνάμεις εκείνες, που σήμερα συζητούν για «συνενώσεις» και επιζητούν απάντηση στο ερώτημα «ποιος;…».

Όσο πιο γρήγορα και πιο ουσιαστικά δεν ξεκαθαρίζει η «Κεντροαριστερά» την ιδεολογική της ταυτότητα, τόσο και θα απομακρύνεται από την πιθανότητα να καταστεί παράταξη εξουσίας.

Το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη δεν ξεκαθάρισε μέχρι τώρα πού ακριβώς θέλει να πάει: Εκεί που βρισκόταν επί Σημίτη κι εκεί που βρέθηκε συγκυβερνώντας με τη ΝΔ, ή στην παλιά αριστερή του ταυτότητα των αρχών της δεκαετίας του ’80; Όσο περνά ο καιρός, τόσο περισσότερο θολώνει η εικόνα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την πλευρά του, δείχνει απόλυτα μπερδεμένος. Θα πάει στον δρόμο που δείχνει ο νέος αρχηγός του Στέφανος Κασσελάκης, στηρίζοντας εξοπλισμούς, κάμερες στα γήπεδα, νόμο και τάξη, ή θα συνεχίσει στον δρόμο που έμαθε να βαδίζει τόσα χρόνια;

Είναι και η Νέα Αριστερά, που τα μπερδεύει τα πράγματα ακόμη περισσότερο.

Βέβαια, ο ευρύτερος χώρος της Κεντροαριστεράς διέρχεται σήμερα ιδεολογική κρίση. Αυτή δεν οφείλεται ίσως στη διάψευση των ιδεών της Κεντροαριστεράς, αλλά στο γεγονός ότι τις εφαρμόζει πλέον σε μεγάλο βαθμό η κυβερνώσα Κεντροδεξιά. Δηλαδή η ΝΔ του Μητσοτάκη. Οι ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στην Κεντροδεξιά και στην Κεντροαριστερά,που είχαν ήδη αμβλυνθεί από τις προηγούμενες δεκαετίες, τώρα μοιάζουν σχεδόν ανύπαρκτες σε θέματα εφαρμοσμένης πολιτικής. Ακόμη και σε θέματα που αφορούν ανθρώπινα δικαιώματα, οι δύο παρατάξεις δεν παρουσιάζουν πλέον μεγάλες διαφορές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο. Το έφερε η ΝΔ του Μητσοτάκη και διαφώνησε περίπου ένας στους τέσσερις βουλευτές της. Περίπου ένας στους τέσσερις διαφώνησε και στο ΠΑΣΟΚ και κάτι ανάλογο συνέβη στον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι λοιπόν προφανές ότι η Κεντροαριστερά χρειάζεται κάτι περισσότερο από εκδηλώσεις τύπου «ποιος απέναντι στον Μητσοτάκη». Μέχρι να το βρει και κυρίως μέχρι να δώσει απάντηση στο «πώς», η κυριαρχία Μητσοτάκη-ΝΔ θα παραμένει ακλόνητη.

 

του Φώτη Σιούμπουρα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο