Κατά την πρώτη τετραετία της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη η τότε προεκλογική δέσμευση για «λιγότερους φόρους» και «περισσότερες δουλειές» τηρήθηκε στο ακέραιο.
Η φορολογική επιβάρυνση των Ελλήνων μειώθηκε αισθητά, καθώς μειώθηκαν ή καταργήθηκαν πάνω από 50 φόροι και ασφαλιστικές εισφορές. Ενδεικτικά, σημειώνω τη μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 35%, την κατάργηση της έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης, τη μείωση του εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή για τους χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους με εισόδημα μέχρι 10.000 ευρώ στο 9%, από 22%, τη μείωση του φόρου στις επιχειρήσεις από 29% στο 22%, τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες.
Τα φορολογικά έσοδα, παρά τις πολύ μεγάλες μειώσεις των φόρων, εξακολούθησαν να αυξάνονται. Η αύξηση των εσόδων, σε περιβάλλον μείωσης φόρων, αντί να συνδυαστεί με αναγνώριση της ορθής οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη ώθησε την αντιπολίτευση σε ένα κρεσέντο λαϊκισμού, μήπως και προκαλέσει σύγχυση στους πολίτες για να εμπεδώσει το ψεύτικο αφήγημα ότι τάχα η κυβέρνηση αύξησε τους φόρους.
Αξίζει λοιπόν να δούμε γιατί αυξήθηκαν τα φορολογικά έσοδα, να διαλύσουμε τους μύθους γύρω από τη σχέση άμεσων/έμμεσων φόρων και να δούμε αν υπάρχει περιθώριο περαιτέρω μείωσης φόρων τα επόμενα χρόνια, πάντα με δημοσιονομική υπευθυνότητα που διαφυλάσσει την εμπιστοσύνη, αυτό το άυλο κεφάλαιο που μετουσιώνεται σε διαρκή στήριξη για την κοινωνία και βιώσιμη ανάπτυξη στην οικονομία.
Καταρχάς, η αύξηση των φορολογικών εσόδων από το 2019 μέχρι σήμερα οφείλεται κυρίως: (α) Στη μεγάλη οικονομική ανάπτυξη που έφερε το ΑΕΠ 41 δισ. ευρώ υψηλότερα, από τα 189 δισ. ευρώ το 2018 στα 230 δισ. ευρώ περίπου φέτος. Υπενθυμίζεται ότι για κάθε 1 ευρώ αύξησης του ΑΕΠ, δηλαδή του εισοδήματος όλων μας, μπαίνει στον κρατικό κορβανά 0,5 ευρώ περί που από άμεση και έμμεση φορολογία. (β) Στην ταχεία διείσδυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και τη μείωση της φοροδιαφυγής που αυτές συνεπάγονται και (γ) στον εισαγόμενο πληθωρισμό λόγω της ενεργειακής κρίσης.
Επιπλέον, πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους -και να πάψει να γίνεται αντικείμενο μικροπολιτικής και λαϊκισμού, δηλαδή μιας αντιπολίτευσης για την αντιπολίτευση- ότι η πλάστιγγα των εσόδων άμεσων/έμμεσων φόρων έχει γείρει τα τε λευταία χρόνια προς τη μεριά συγκριτικά των έμμεσων, για μια σειρά από λόγους που κάθε άλλο παρά αντιλαϊκή οικονομική πολιτική δείχνουν.
Πρώτον, ήταν και είναι συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη η μείωση των φόρων στην εργασία. Μειώθηκαν πάνω από 50 φόροι και ασφαλιστικές εισφορές προκειμένου να αρθούν βάρη της προηγούμενης δεκαετίας της δημοσιονομικής κρίσης, να υπάρχει πιο δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών και να μειωθεί η ανεργία. Όπως και έγινε καθώς πλέον έχει υποχωρήσει σε μονοψήφια επίπεδα, από το 18% περίπου που την παραλάβαμε το 2019 και αναμένεται να διαμορφωθεί στο 8,5% το 2028, σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Διαρθρωτικό Πρόγραμμα 2025-2028. Άρα, εφόσον μειώθηκαν οι άμεσοι φόροι, είναι λογικό να αλλάζει προς την κατεύθυνση που εκτέθηκε ανωτέρω η σχέση άμεσων/έμμεσων φόρων.
Δεύτερον, οι έμμεσοι φόροι (ΦΠΑ και λοιποί ειδικοί φόροι κατανάλωσης) παραμένουν σε σχετικά υψηλά επίπεδα λόγω της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής, που παρά τη μείωσή τους τα τελευταία χρόνια παραμένουν σε υψηλά για χώρα της Ευρωζώνης επίπεδα. Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζεται στην υψηλή ιδιωτική κατανάλωση, που δεν δικαιολογείται από τα δηλωθέντα εισοδήματα, όπως έχει επισημανθεί και από τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Άρα, εφόσον υπάρχει αυτό το φαινόμενο, πολύ πιο έντονο από άλλες χώρες της Ευρωζώνης είναι εύλογο επίσης να έχουμε, εξ αυτού του λόγου, μια χειρότερη σχέση άμεσων/έμμεσων φόρων στην Ελλάδα.
Τρίτον, οι έμμεσοι φόροι αυξήθηκαν σημαντικά τα τελευταία χρόνια λόγω εξωγενών παραγόντων, κυρίως δε λόγω της ενεργειακής κρίσης που εκτόξευσε τις τιμές του ηλεκτρισμού και των καυσίμων και, συνεπώς, και των ΕΦΚ και του ΦΠΑ αυτών. Επειδή η εκ των υστέρων, μέσω έκτακτης νομοθεσίας, επιστροφή των υπερκερδών των συναφών επιχειρήσεων (παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας και διυλιστηρίων) δεν απομείωσε τους έμμεσους φόρους που αρχικά κατέβαλαν οι πολίτες, εξηγεί επίσης εν μέρει την επιδείνωση της
Τέταρτον, η επίτευξη ρεκόρ τα τελευταία χρόνια σε τουριστικές αφίξεις και εισπράξεις συνεπάγεται αυξημένη κατανάλωση από κατοίκους εξωτερικού που αύξησαν τα δημόσια έσοδα από έμμεσους φόρους (ΦΠΑ και λοιπούς ειδικούς φόρους κατανάλωσης). Άρα, και αυτός ο παράγοντας συμβάλλει στην επιδείνωση της σχέσης άμεσων/έμμεσων φόρων.
Πέμπτον, μπορεί η παραοικονομία και η φοροδιαφυγή να παραμένουν σε υψηλά σχετικά επίπεδα, όμως έχουν μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Για του λόγου το αληθές, το «κενό ΦΠΑ» (VAT Gap), σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μειώθηκε στα 3,2 δισ. ευρώ, από 5,9 δισ. ευρώ που ήταν για παράδειγμα το 2016. Η μείωση αυτή του «κενού ΦΠΑ» συνεπάγεται επίσης αύξηση των έμμεσων φόρων αλλά σημαίνει περισσότερη φορολογική δικαιοσύνη – και όχι φυσικά αντιλαϊκή πολιτική.
Ας αφήσουμε λοιπόν πίσω μας μύθους και μη επιστημονικά τεκμηριωμένες αιτιάσεις της αντιπολίτευσης και ας επικεντρωθούμε στα βασικά διλήμματα για το μέλλον. Και μεταξύ αυτών, κορυφαία είναι τα εξής: θέλουμε να μειώσουμε μόνιμα, αλλά με βιώσιμο δημοσιονομικά τρόπο, τους φό ρους γενικά ή τον ΦΠΑ ή τυχόν άλλους ΕΦΚ
ειδικότερα; Και αν θέλουμε, μπορούμε; Και στα δύο ερωτήματα, υποστηρίζω ότι προσήκει καταφατική απάντηση.Στο μεν πρώτο είμαι διαχρονικά υπέρμαχος της μεγάλης μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης από άμεση και έμμεση φορολογία στην πατρίδα μας.
Και αυτό προκειμένου:
• να έρθουν στην επιφάνεια οικονομική δραστηριότητα, εισοδήματα και φορολογητέα ύλη που σήμερα κρύβονται στη σκιά της παραοικονομίας,
• να γίνουν πιο ανταγωνιστικές οι ελληνικές επιχειρήσεις μέσω της μείωσης του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας,
• να μειωθεί η ανεργία και να αυξηθούν οι μισθοί,
• να προσελκυστούν αλλοδαποί εργαζόμενοι, ιδίως υψηλόβαθμα στελέχη και ψηφιακοί νομάδες, στη χώρα μας σε ένα παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον,
• να πάψουμε να απομυζούμε τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους γιατί η υψηλή φορολογία δίνει κίνητρο απόκρυψης εισοδημάτων σε άλλους συμπολίτες μας που επιδίδονται στο ακραία αντικοινωνικό
σπορ της φοροδιαφυγής.
Στο δεύτερο ερώτημα, αν μπορούμε δηλαδή να μειώσουμε τους φόρους, πάλι η απάντηση πρέπει να είναι καταφατική. Το νέο πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ και της Ευρωζώνης βάζει «φρένο» στην αύξηση των δαπανών. Γεγονός που αναδείχθηκε και στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής των Ελλήνων, την Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024, όταν έγινε η συζήτηση επί του επόμενου Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού – Διαρθρωτικού Προγράμματος 2025-2028. Σε μια οικονομία όπως η ελληνική -αναμένεται να αναπτύσσεται με ρυθμό ταχύτερο από τον μέσο όρο των εταίρων μας στην ευρωζώνη- τα φορολογικά έσοδα θα συνεχίσουν να αυξάνονται λόγω της ανάπτυξης. Αφού στο άλλο σκέλος του Προϋπολογισμού, τις δαπάνες, έχει πλέον μπει «φρένο», είναι εξαιρετικά πιθανό να επιτυγχάνεται υπέρβαση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος, ο οποίος ήδη είναι υψηλός. Η υπέρβαση λοιπόν του δημοσιονομικού στόχου συντεταγμένα, συνεκτικά, με διάλογο με την κοινωνία και την αγορά, μπορεί να «μοιραστεί» ώστε ένα μέρος του να πηγαίνει στην ταχύτερη του προβλεπόμενου στόχου μείωσης του δημοσίου χρέους και το άλλο μέρος στη μόνιμη μείωση φόρων
που επιθυμούμε.
Και εδώ πράγματι υπάρχει πεδίον δόξης λαμπρόν να συζητήσουμε πολιτικό σύστημα και κοινωνία, με προσήλωση στη δημοσιονομική υπευθυνότητα που χτίζει την εμπιστοσύνη, γιατί θα πρέπει να μειώσουμε εκείνον, αντί του άλλου φόρου και πόσο αλλά και γιατί πρέπει να μειώσουμε γρήγορα το δημόσιο χρέος που επιβαρύνει τις επόμενες γενιές με βάρη, για τα οποία δεν φέρουν καμία ευθύνη, καθώς αντικειμενικά δεν είχαν κανένα λόγο στη λήψη αποφάσεων που τα δημιούργησαν
του Στέλιου Πέτσα
Βουλευτής Α’ Ανατολικής Αττικής με τη ΝΔ