Μετά τους «βασιλόφρονες» και τους «βενιζελικούς» του Μεσοπολέμου, τους «εθνικόφρονες» και τα «μιάσματα» της μετεμφυλιακής Ελλάδας, τους «μνημονιακούς» και τους «αντιμνημονιακούς», τους «εμβολιαστές» και τους «αντιεμβολιαστές» στα χρόνια της πανδημίας, έχουμε τώρα «τους Ρωσόφιλους» από τη μια και τους «Δυτικόφιλους» από την άλλη. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, αλλά και οι χειρισμοί για τον προσανατολισμό της χώρας, αναζωπύρωσαν διαφωνίες, φούντωσαν αντιπαλότητες και επήλθε και πάλι διχασμός. Όχι στον βαθμό άλλων εποχών, αλλά σίγουρα σημαντικό.

Αν η γενικότερη κατάσταση στην πατρίδα μας μάλιστα δεν ήταν αυτή που είναι, με τις τιμές του ηλεκτρικού και πολλών άλλων βασικών αγαθών να τραβάνε την ανηφόρα, με τους θανάτους και τους διασωληνώσεις καθημερινά, ίσως αυτός ο καβγάς, που έχει ξεσπάσει στη χώρα μας, με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, να είχε φουντώσει ακόμα περισσότερο.

Φαίνεται πως ο διχασμός που κόστισε τη Μικρασιατική Καταστροφή δεν έχει ξεπεραστεί οριστικά. Απλώς, από την τότε επεκτατική πλειοδοσία, το εκκρεμές έχει μετατοπιστεί στο αντίπερα ακραίο σημείο. Δυστυχώς η Ελλάδα διχάστηκε, όποτε βρέθηκε αντιμέτωπη με διεθνείς κρίσεις, αντί να είμαστε ενωμένοι μπροστά σ’ αυτές. Ακόμη και όταν βρέθηκε στην πλευρά των νικητών, προηγήθηκαν περίοδοι βίαιου διχασμού, που σφράγισαν την εξέλιξή της.

Είναι θεμιτό να υπάρχουν διαφωνίες για τους χειρισμούς ή και για τον προσανατολισμό της χώρας. Δεν είναι, όμως, θεμιτό να ξεσπάμε σε αλληλοκατηγορίες και να παρασυρόμαστε είτε από συναισθηματισμούς είτε από εξωτερικούς παράγοντες.

Χρειάζεται καθαρό μυαλό, προσήλωση στο τι υπηρετεί το εθνικό συμφέρον. Ο φανατισμός και ο διχασμός μόνο ζημιά προκαλούν.

 

του Φώτη Σιούμπουρα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο