H Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην τρίτη έκθεση μετά προγραμματικής εποπτείας για τη χώρα μας, που δημοσίευσε σήμερα, Πέμπτη, επιβεβαιώνει την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας, παρά τις προκλήσεις.

Σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, η Ελλάδα διατηρεί την ικανότητα να εξυπηρετήσει το χρέος της και, παρά τις αρκετές προκλήσεις, η οικονομική, δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση εξακολουθεί να είναι ανθεκτική.

Βάσει της έκθεσης βιωσιμότητας του χρέους, η Ελλάδα εκτιμάται ότι αντιμετωπίζει χαμηλούς κινδύνους βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, ενώ οι μεσοπρόθεσμοι κίνδυνοι φαίνεται να είναι υψηλοί λόγω του ακόμη υψηλού δείκτη χρέους προς το ΑΕΠ. Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της κυβέρνησης για την περίοδο 2023 έως 2025 είναι χαμηλές, λόγω των προβλεπόμενων σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων και της μέτριας απόσβεσης του χρέους.

Η ΕΕ αναφέρεται επίσης στο γεγονός ότι η χώρα μας ζήτησε την πρόωρη αποπληρωμή 5,3 δισ. ευρώ της διευκόλυνσης του ελληνικού δανείου το 2023. Οι αποπληρωμές του κεφαλαίου για τα δάνεια του EFSF ξεκίνησαν φέτος, ενώ η αποπληρωμή των δανείων του ESM θα ξεκινήσει μόλις το 2034 και όπως αναφέρεται στην έκθεση, η χώρα μας έχει πολύ μεγάλο ταμειακό απόθεμα και συνεχίζει πρόσβαση στην αγορά και τακτικές επιτυχημένες δημοπρασίες ομολόγων.

Έπειτα από μια ισχυρή αύξηση της παραγωγής το 2022, η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να μετριαστεί, με την αύξηση του ΑΕΠ να υπερβαίνει, παρά ταύτα, τη μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική. Η ελληνική οικονομία αποδείχθηκε ανθεκτική έναντι των εξωτερικών κραδασμών και μεγεθύνθηκε κατά 5,6% το 2022. Το πραγματικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,4% το 2023, 2,3% το 2024 και 2,2% το 2025, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2023.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρεται και στον αντίκτυπο που θα έχουν στην ελληνική οικονομία οι πρόσφατες φυσικές καταστροφές, ο οποίος αναμένεται σχετικά μικρός, καθώς οι πληγείσες περιοχές αντιπροσωπεύουν περιορισμένο μερίδιο της συνολικής προστιθέμενης αξίας.

Η έκθεση της Κομισιόν αναφέρεται και στο ζήτημα των τραπεζών, υπογραμμίζοντας ότι, ενώ η κερδοφορία τους παραμένει ισχυρή, το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων κυρίως από τους servicers, συνεχίζει να θέτει προκλήσεις. Το 2022 και το πρώτο εξάμηνο του 2023, οι τράπεζες επωφελήθηκαν από την αύξηση των επιτοκιακών περιθωρίων που ενίσχυσε την κερδοφορία, επιτρέποντάς τους να ενισχύσουν τους κεφαλαιακούς δείκτες.

Ωστόσο, τα επιτοκιακά περιθώρια αναμένεται να μειωθούν λόγω του αυξανόμενου κόστους χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των υψηλότερων επιτοκίων καταθέσεων. Η μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων ανεκόπη το πρώτο εξάμηνο του 2023, έπειτα από τη σημαντική βελτίωση σε μονοψήφια επίπεδα τα τελευταία χρόνια. Αυτό δείχνει τις πιθανές δυσκολίες των τραπεζών να διατηρήσουν τη μείωση των μέσω οργανικών σχεδίων.

Η ΕΕ επισημαίνει ακόμα ότι το δημοσιονομικό ισοζύγιο προβλέπεται να σημειώσει σταθερό πρωτογενές πλεόνασμα έως το 2023. Συγκεκριμένα, το πρωτογενές ισοζύγιο αναμένεται να βελτιωθεί περαιτέρω σε σύγκριση με το 2022 και να φτάσει σε πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ το 2023, λόγω της σημαντικής μείωσης του κόστους για τα μέτρα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων λόγω της ενεργειακής κρίσης για την αντιμετώπιση των έκτακτων αναγκών που σχετίζονται με τις φυσικές καταστροφές η κυβέρνηση παρείχε αμέσως στήριξη σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, με συνέπεια να υπάρξει αύξηση των δημοσιονομικών δαπανών. Το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω 2024-2025 λόγω της συγκρατημένης αύξησης των δαπανών και της σταθερής αύξησης των εσόδων.

Η έκθεση της Κομισιόν αναφέρει ότι μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου 2023, η χώρα μας είχε αναβαθμιστεί σε επενδυτική βαθμίδα από δύο από τους τέσσερις οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που αναγνωρίζει η ΕΚΤ στο πλαίσιο εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής. Οι κύριοι λόγοι για τις αναβαθμίσεις ήταν η διαρκής δέσμευση για δημοσιονομική ευθύνη, η ανθεκτική οικονομία και η εφαρμογή οικονομικών μεταρρυθμίσεων.